3,273,735
edits
(13_6a) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0744.png Seite 744]] ἡ, der Eingang, Zugang; Od. 10, 90; ἱππία Pind. P. 6, 50, Zugang zu dem Wettrennen (Schol. ἅμιλλαι ἱππικαί); ἐπιχωρίων καλῶν P. 5, 108; in Prosa von Her. 1, 9 an; εἴσοδός ἐστι παρὰ [[βασιλέα]] [[ἄνευ]] ἀγγέλου, der Zutritt, er kann hineingehen, 3, 118; [[παρασχεῖν]] εἴσοδον εἰς τὰ τείχη Xen. Hell. 4, 4, 7; ἡ [[εἴσοδος]] τῆς δίκης εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Plat. Crit. 45 e, die Einführung, Einleitung. – Auch das Einkommen, Pol. 6, 13, 1 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0744.png Seite 744]] ἡ, der Eingang, Zugang; Od. 10, 90; ἱππία Pind. P. 6, 50, Zugang zu dem Wettrennen (Schol. ἅμιλλαι ἱππικαί); ἐπιχωρίων καλῶν P. 5, 108; in Prosa von Her. 1, 9 an; εἴσοδός ἐστι παρὰ [[βασιλέα]] [[ἄνευ]] ἀγγέλου, der Zutritt, er kann hineingehen, 3, 118; [[παρασχεῖν]] εἴσοδον εἰς τὰ τείχη Xen. Hell. 4, 4, 7; ἡ [[εἴσοδος]] τῆς δίκης εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Plat. Crit. 45 e, die Einführung, Einleitung. – Auch das Einkommen, Pol. 6, 13, 1 u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εἴσοδος''': τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ [[ἔσοδος]], ὁδὸς δι’ ἧς εἰσέρχεταί τις· ὅ ἐ: 1) [[τόπος]] δι’ οὗ εἰσέρχεταί τις, [[εἴσοδος]], Ὀδ. Κ. 90, Ἡρόδ. 1. 9, κλ.· ἐσόδους Φοίβου, τὴν εἰς τὸν ναὸν [[αὐτοῦ]] εἴσοδον, Εὐρ. Ἴων. 104· ἡ [[εἴσοδος]] εἰς ὀρεινὴν δίοδον, Ἡρόδ. 7. 1?· ἐν θεάτρῳ, τὸ [[μέρος]] δι’ οὗ εἰσήρχετο ὁ [[χορός]], Ἀριστοφ. Νεφ. 326, Ὄρν. 296, ἴδε Σχόλ· ἡ [[αὐλαία]] [[πύλη]] δικαστηρίου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, κτλ.· - μεταφ., καλῶν ἔσοδοι, ὁδοὶ πρὸς δόξαν ἄγουσαι, Πινδ. Π. 5. 156. ΙΙ. τὸ εἰσέρχεσθαι, ἡ [[εἴσοδος]], εἰσ. παρέχειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 30. 2) [[εἴσοδος]] ἢ [[ἐγγραφή]] εἰς τὸν κατάλογον τῶν μελλόντων νὰ ἀγωνισθῶσιν εἰς τοὺς διαφόρους ἀγῶνας, [[ἱππεία]] ἔσ. (πρβλ. [[εἰσέρχομαι]] ΙΙ), Πινδ. Π. 6. 50: - [[ὡσαύτως]], ἡ [[εἴσοδος]] τῆς δίκης εἰς τὸ [[δικαστήριον]], ἡ εἰσαγωγὴ αὐτῆς εἰς τὸ δ., Πλάτ. Κρίτων 45Ε. 3) [[δικαίωμα]] ἢ [[προνόμιον]] εἰσόδου, ἔσοδον [[εἶναι]] παρὰ βασιλέα [[ἄνευ]] ἀγγέλου Ἡρόδ. 3. 118. 4) [[ἐπίσκεψις]], κακῶν γυναικῶν εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 930, πρβλ. 952, Λυσίας 93. 33. ΙΙΙ. [[εἴσοδος]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔξοδος]], εἰσόδημα, ἔσοδον, Πολύβ. 6. 13, 1. - Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ ἡ [[εἴσοδος]] [[εἶναι]] (α΄) ἡ τοῦ ἐπισκόπου [[εἰσέλευσις]] εἰς τὸν ναὸν μικρὸν πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς λειτουργίας, [[εἴσοδος]] τοῦ ἀρχιερέως Μάξ. Ὁμ. ΙΙ. 688C. D, Κων. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 15, 31· (β΄) ἡ τοῦ ἱερέως [[εἰσέλευσις]] εἰς τὸ ἅγιον βῆμα: 1) μικρὰ [[εἴσοδος]], [[ὅταν]] ἐξέλθῃ ὁ ἱερεὺς ἐκ τῆς βορείου πύλης τοῦ ἱεροῦ κρατῶν τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ στὰς ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ ἐκφωνήσῃ: «[[σοφία]]· ὀρθοί», καὶ [[ἔπειτα]] εἰσέλθῃ εἰς τὸ ἱερὸν διὰ τῆς ὡραίας πύλης. 2) [[μεγάλη]] [[εἴσοδος]], [[ὅταν]] ψαλλομένου τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου εἰσέρχηται εἰς τὸ ἱερὸν κρατῶν τὰ ἄχραντα μυστήρια, Μάξ. Ὁμ. ΙΙ. 693C. Ἐν τῇ λειτουργίᾳ γίνονται ἀμφότεραι αἱ εἴσοδοι, ἥ τε μικρὰ καὶ ἡ [[μεγάλη]], ἀλλ’ ἐν τῷ ἑσπερινῷ μόνον ἡ μικρά· 3) ἡ [[εἴσοδος]] τῆς Θεοτόκου εἰς τὸν ναὸν = τὰ εἰσόδια, Στουδ. 1696C. | |||
}} | }} |