Anonymous

τύπος: Difference between revisions

From LSJ
7,862 bytes added ,  5 August 2017
6_3
(13_7_3)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1162.png Seite 1162]] ὁ, 1) der <b class="b2">Schlag</b>; [[τύπος]] [[ἀντίτυπος]], Her. 1, 67, im Orak., wo Hammer u. Ambos damit angedeutet ist; – das durch den Schlag Hervorgebrachte; – a) der sichtbare Eindruck vom Schlage; Schlag oder Gepräge der Münze, mit u. ohne νομίσματος, Sp.; τὸν τύπον ἀπέματτε Luc. Alex. 21. – Die Züge der in Stein gehauenen Schriftzeichen, χαρακτήρων, τύποι γραμμάτων, Plut. Alex. 17. – Τῶν ἥλων, Nägelmale, N. T. – Ueh. durch Hämmern des Metalls oder Behauen des Steins hervorgebrachtes Kunstwerk, σιδηρονώτοις ἀσπίδος τύποις Eur. Phoen. 1137, vgl. Rhes. 305; χρυσέων ξοάνων τύποι, Troad. 1074; τύποις ἐσκευάσθαι, ἐγγεγλύφθαι, von erhabener Arbeit in Stein, mit eingeschnitzten Figuren versehen, geziert sein, Her. 2, 138; τύποι, übh. Bildhauerarbeit, 2, 86, vgl. 3, 88; Bildsäule, Agath. 36. 39 (Plan. 331. VII, 602); ἐν τύπῳ od. ἐπὶ τύπου, in erhabener Arbeit, Paus. 2, 19, 7. 9, 11, 3. – Uebh. Eindruck von einem Tritt od. Druck, Spur, στίβου Soph. Phil. 29; πληγῶν Plut. Aemil. Paull. 19; χύτρας, die Spur, welche der Topf da zurückließ, wo er stand, Ath. – Uebertr., [[τύπος]], ὃν ἄν τις βούληται ἐνσημήνασθαι ἑκάστῳ, Plat. Rep. II, 377 b. – b) der hörbare Eindruck vom Schlage, z. B. des Hammers, vom Hufschlage der Pferde u. ä., Xen. Equit. 11, 12 u. A. – 2) Uebh. Form, Gestalt, Abbild; Ἱππομέδοντος [[σχῆμα]] καὶ [[μέγας]] [[τύπος]], Aesch. Spt. 470; ἐν γυναικείοις τύποις, Suppl. 279. – Uebertr., [[τύπος]] ῥήτορος, Plat. Rep. III, 396 e; εἰς ἀρχὴν καὶ τύπον τινὰ τῆς δικαιοσύνης κινδυνεύομεν ἐμβεβηκέναι, IV, 443 c; – Umriß, kurze, unausgeführte Darstellung od. Beschreibung einer Sache, bes. τύπῳ, ὡς τύπῳ, ἐν τύπῳ λέγειν, im Umriß, oberflächlich, überhaupt, ohne nähere Bestimmung; ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας εἰρῆσθαι, III, 414 a (vgl. Arist. eth. 2, 2, 3); [[ἤτοι]] σαφῶς ἢ [[καί]] τινα τύπον [[αὐτοῦ]] ληπτέον, Phil. 61 a; Folgde, δόντες τοὺς τύπους τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, Andeutungen, Pol. 22, 7, 9. – Auch Vorbild, Muster, Modell, wonach Etwas gearbeitet wird; τύπον, adv., nach Art, gleichwie, Sp. oft. – 3) eine gewisse Regel oder Ordnung, nach welcher Krankheiten zu- od. abnehmen, Medic. – 4) eine Klage wider einen säumigen Schuldner, Poll. 8, 29. τό, = [[τύμμα]], zw.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1162.png Seite 1162]] ὁ, 1) der <b class="b2">Schlag</b>; [[τύπος]] [[ἀντίτυπος]], Her. 1, 67, im Orak., wo Hammer u. Ambos damit angedeutet ist; – das durch den Schlag Hervorgebrachte; – a) der sichtbare Eindruck vom Schlage; Schlag oder Gepräge der Münze, mit u. ohne νομίσματος, Sp.; τὸν τύπον ἀπέματτε Luc. Alex. 21. – Die Züge der in Stein gehauenen Schriftzeichen, χαρακτήρων, τύποι γραμμάτων, Plut. Alex. 17. – Τῶν ἥλων, Nägelmale, N. T. – Ueh. durch Hämmern des Metalls oder Behauen des Steins hervorgebrachtes Kunstwerk, σιδηρονώτοις ἀσπίδος τύποις Eur. Phoen. 1137, vgl. Rhes. 305; χρυσέων ξοάνων τύποι, Troad. 1074; τύποις ἐσκευάσθαι, ἐγγεγλύφθαι, von erhabener Arbeit in Stein, mit eingeschnitzten Figuren versehen, geziert sein, Her. 2, 138; τύποι, übh. Bildhauerarbeit, 2, 86, vgl. 3, 88; Bildsäule, Agath. 36. 39 (Plan. 331. VII, 602); ἐν τύπῳ od. ἐπὶ τύπου, in erhabener Arbeit, Paus. 2, 19, 7. 9, 11, 3. – Uebh. Eindruck von einem Tritt od. Druck, Spur, στίβου Soph. Phil. 29; πληγῶν Plut. Aemil. Paull. 19; χύτρας, die Spur, welche der Topf da zurückließ, wo er stand, Ath. – Uebertr., [[τύπος]], ὃν ἄν τις βούληται ἐνσημήνασθαι ἑκάστῳ, Plat. Rep. II, 377 b. – b) der hörbare Eindruck vom Schlage, z. B. des Hammers, vom Hufschlage der Pferde u. ä., Xen. Equit. 11, 12 u. A. – 2) Uebh. Form, Gestalt, Abbild; Ἱππομέδοντος [[σχῆμα]] καὶ [[μέγας]] [[τύπος]], Aesch. Spt. 470; ἐν γυναικείοις τύποις, Suppl. 279. – Uebertr., [[τύπος]] ῥήτορος, Plat. Rep. III, 396 e; εἰς ἀρχὴν καὶ τύπον τινὰ τῆς δικαιοσύνης κινδυνεύομεν ἐμβεβηκέναι, IV, 443 c; – Umriß, kurze, unausgeführte Darstellung od. Beschreibung einer Sache, bes. τύπῳ, ὡς τύπῳ, ἐν τύπῳ λέγειν, im Umriß, oberflächlich, überhaupt, ohne nähere Bestimmung; ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας εἰρῆσθαι, III, 414 a (vgl. Arist. eth. 2, 2, 3); [[ἤτοι]] σαφῶς ἢ [[καί]] τινα τύπον [[αὐτοῦ]] ληπτέον, Phil. 61 a; Folgde, δόντες τοὺς τύπους τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, Andeutungen, Pol. 22, 7, 9. – Auch Vorbild, Muster, Modell, wonach Etwas gearbeitet wird; τύπον, adv., nach Art, gleichwie, Sp. oft. – 3) eine gewisse Regel oder Ordnung, nach welcher Krankheiten zu- od. abnehmen, Medic. – 4) eine Klage wider einen säumigen Schuldner, Poll. 8, 29. τό, = [[τύμμα]], zw.
}}
{{ls
|lstext='''τύπος''': [ῠ], ὁ, (ÖΤΥΠ, [[τύπτω]])· - [[κτύπος]], [[κτύπημα]], τ. [[ἀντίτυπος]] Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67. ΙΙ. τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τὸ παραγόμενον ἐκ κτυπήματος· [[ἐντεῦθεν]], 1) τὸ [[σημεῖον]] κτυπήματος, τύποι πληγῶν, ὀδόντων Πλουτ. Αἰμίλ. 19, Ἀνθ. Π. 6. 57. β) τὸ [[σημεῖον]] ὃ ἀφίνει ἡ [[σφραγίς]], Εὐρ. Ἱππ. 862, Λυσίου Ἀποσπ. 40, Πλάτ. Θεαίτ. 192Α, 194Β, Κικ πρὸς Ἀττ. 1. 10, 3· οὕτω, στίβου γ’ οὐδεὶς [[τύπος]], οὐδὲν [[σημεῖον]] ἢ [[ἴχνος]] πατήματος, Σοφ. Φιλ. 29· σὸς τ., τὸ [[σημεῖον]] [[ὅπερ]] ἀφῆκεν ὁ [[βραχίων]] σου, Εὐρ. Τρῳ. 1196, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Paley, [[ὅστις]] παραδέχεται τὴν γραφήν: ἐν πόρπακι σῷ κεῖται [[τύπος]]· - τύπον ἐνσημήνασθαί τινι Πλάτ. Πολ. 377Β· τοῦ [[αὐτοῦ]] [[μετέχω]] τ., εἶμαι ἐσχηματισμένος κατὰ τὸν αὐτὸν τύπον, [[αὐτόθι]] 402D· πρβλ. 396Ε, κλπ.· - [[σημεῖον]] δι’ ἐγκαύματος, [[στίγμα]], Λουκ. Ἁλ. 46. γ) τύποι, σημεῖα, οἷα τὰ γράμματα, Πλάτ. Φαῖδρ. 275Α· τύποι γραμμάτων Πλουτ. Ἀλέξ. 17· ὁ τ. τῶν χαρακτήρων ὁ αὐτ. 2. 577F. δ) ὡς τὸ [[νύμφη]], ἡ [[κοιλότης]] ἡ μεταξὺ τοῦ [[κάτω]] χείλους καὶ τοῦ ἄκρου τῆς σιαγόνος, «ἡ ἐν τῷ ἄνω χείλει [[κοιλότης]] [[φίλτρον]], ἡ δὲ ἐν τῷ [[κάτω]] [[τύπος]] ἢ [[νύμφη]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 90. ε) ἡ ἐπὶ τοῦ κύβου [[κοιλότης]], «[[κύβος]]... ἡ ἐν αὐτῷ [[κοιλότης]], τὸ [[σημεῖον]], ὁ [[τύπος]], ἡ [[γραμμή]], τὸ δηλοῦν τὸν ἀριθμὸν τῶν βληθέντων» ὁ αὐτ. Θ΄, 95. ζ) ἐντυπώσεις ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, Θεφρ. Περὶ Αἰσθ. 52 κἑξ. η) ὁ τ. τῶν ἵππων, ὁ [[κτύπος]], ἡ [[ἦχος]] τοῦ βαδίσματος αὐτῶν, Ξεν. Ἱππ. 11. 12 2) ἐπὶ μετάλλου ἢ λίθου, τύποις ἐσκευάσθαι, ἐγγεγλύφθαι Ἡρόδ. 2. 138· σιδηρονώτοις ἀσπίδος τύποις Εὐρ. Φοίν. 1130· ἐν τύπῳ καὶ ἐπὶ τύπου, ἐν ἀναγλύφῳ, Παυσ. 2. 19, 7., 6. 11, 3· πρβλ. [[ἔκτυπος]]· -[[ὅθεν]] [[ἁπλῶς]], [[εἰκών]], [[ἄγαλμα]], ἀνδριὰς κλπ., Ἡρόδ. 2. 86, 106., 3. 88· χρυσέων ξοάνων τύποι, περιφραστικῶς ἀντὶ χρύσεα ξόανα, Εὐρ. Τρῳ. 1074 γραφαῖς καὶ τ., ἐν ζωγραφίαις καὶ ἀγάλμασι, Πολύβ. 9. 10, 12· ἀλλ’ ἀμφότερα περιλαμβάνονται ἐν τῷ ὀνόματι τύποι, Ἰσοκρ. 204Β· γραπτοὶ τ., πιθ., κεχωρματισμένα ἀγάλματα, Εὐρ. Ἀποσπ. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 730· - [[ἐντεῦθεν]], [[εἴδωλον]], γλυπτόν, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ε΄, 26), Πράξ. Ἀπ. ζ΄, 43, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 19, 10. 3) [[τύπος]] τινός, ἡ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. αὐτὸς ὁ [[ἄνθρωπος]], Ἱππομέδοντος... [[μέγας]] τύπ. Αἰσχύλ. Θήβ. 488 Γοργείοισιν εἰκάσω τ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 49· ἐν γυναικείοις τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 382 [[οὕτως]], ὄμφακος τ. ἀντὶ [[ὄμφαξ]], Σοφ. Ἀποσπ. 239· βραχιόνων ἡβητὴς τ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 858. 4) ὁ γενικὸς [[τύπος]] ἢ χαρακτὴρ προσώπου ἢ πράγματος, ὁ τ. τῆς φιλοσοφίας τοιοῦτός τίς ἐστιν Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 186, πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 51D· πάντα ὅσα τοῦ τύπου τούτου ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 171Ε· ἕως ἂν ὁ τ. ἐνῇ τοῦ πράγματος ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 432Ε· τ. τῆς λέξεως ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 397C, πρβλ. 383C. β) ὁ [[καθόλου]] [[τύπος]], ἡ γενικὴ [[ἔννοια]] ἢ «[[ἰδέα]]» πράγματός τινος, οἱ τ. περὶ θεολογίας τίνες ἂν [[εἶεν]] [[αὐτόθι]] 379Α, πρβλ. 380C· - ὁ [[καθόλου]] [[νοῦς]] ἢ [[ἔννοια]] χωρίου, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΕ΄, 2), Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 25. 5) ὁ πρῶτος [[τύπος]] πράγματός τινος, τὸ ἀρχέτυπον, τοῖς τ. οἷς ἐνομοθετησάμεθα Πλάτ. Πολ. 388Β· αὐτὸν ἐκμάττειν... εἰς τοὺς κακιόνων τ. [[αὐτόθι]] 396Ε εἰς [[ἀρχήν]] τε καὶ τ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης [[αὐτόθι]] 443Β· - [[παράδειγμα]], [[ὑπόδειγμα]], Α΄ πρ. Θεσσ. α΄, 7, Α΄ πρ Τιμ. δ΄, 12· κατὰ τὸν τ. Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 44, κλπ.· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] τὸ ἀντίτυπον, ὡς τὰ τέκνα λέγονται [[τύπος]] τοῦ πατρός, καθ’ ἃ μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀρτεμιδ. ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους, τ. λογίου Ἑρμοῦ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 307. 6) σχέδιον, [[σχεδίασμα]], [[περίληψις]], ἰχνογράφημα, ὅσον τοὺς τύπους ὑφηγεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 403Ε· περιγραφὴ καὶ τύποι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 876Ε· ἔχεις τὸν τ. ὦν [[λέγω]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 491C· τοὺς τ. μόνον εἰπεῖν περὶ αὐτῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 2· ἐξηγεῖσθαι τύποις Πλάτ. Νόμ. 816C· οὕτω, τύπῳ, ἐν τύπῳ, ἐν περιλήψει, [[καθόλου]], γενικῶς, ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι’ ἀκριβείας, εἰρῆσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 414Α· ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτὰς [[αὐτόθι]] 559Α· ἐν ἑνὶ περιλαβόντα εἰπεῖν αὐτὰ οἷόν τινι τύπῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 718Α· τύπῳ, καὶ οὐκ ἀκριβῶς Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 2, 3· παχυλῶς καὶ τύπῳ ἐνδείκνυσθαι [[αὐτόθι]] 1. 11, 2· τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίῳ [[αὐτόθι]] 2. 7, 5· ὡς ἐν τύπῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 6. 8, 24· ὅσον τύπῳ, μόνον ἐν περιλήψει, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 1, 7. 7) [[τρόπος]] ἐκφράσεως, [[ὕφος]], ὁ τ. τῆς γραφῆς Λογγίνου Ἀποσπ. 6. 3· τύπ. ἐπιστολικὸς Δημήτρ. Φαληρ. 230. 8) [[τύπος]] ἢ μορφὴ νόσου, Γαλην· πρβλ. [[τυπόω]] ΙΙ. 2. ΙΙΙ. [[δίκη]] ἐπὶ ὀφειλῇ, παρ’ Ἀττ. [[λῆξις]], Λατ. formula, Φιλόστρ. 541· «καὶ δίκης μὲν λῆξιν εἴη ἂν ὁ νῦν καλούμενος [[τύπος]], τὸ ἰδιωτικῶς [[ἀμφισβήτημα]]» [[Πολυδ]]. Η΄, 29. IV. [[διάταγμα]], [[δόγμα]], Βυζ.
}}
}}