Anonymous

κατεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
6_14
(13_5)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] (s. [[ἵστημι]]), mit dem aor. II. act., sich wider Einen auflehnen, sich gegen Einen empören, Stand halten wogegen; παντὸς δεινοῦ D. Sic. 17, 21; τοῦ πολέμου Plut. Demetr. 22; ἁπάντων, von dem wilden Pferde Bucephalus, Alex. 6; a. Sp.; eine Behauptung bekämpfen, S. Emp. – Hesych. hat auch die act. Form κατεξανιστᾷ, Erkl. von καταπλήσσει.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] (s. [[ἵστημι]]), mit dem aor. II. act., sich wider Einen auflehnen, sich gegen Einen empören, Stand halten wogegen; παντὸς δεινοῦ D. Sic. 17, 21; τοῦ πολέμου Plut. Demetr. 22; ἁπάντων, von dem wilden Pferde Bucephalus, Alex. 6; a. Sp.; eine Behauptung bekämpfen, S. Emp. – Hesych. hat auch die act. Form κατεξανιστᾷ, Erkl. von καταπλήσσει.
}}
{{ls
|lstext='''κατεξανίσταμαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεξανέστην·- ἐγείρομαι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, ἐναντιώνομαι, παντὸς δεινοῦ κ. Διόδ. 17. 21· [[οὔτε]] ἀναβάτην προσιέμενος, [[οὔτε]] φωνὴν ὑπομένων, ἀλλ’ ἁπάντων κατεξανιστάμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 6· κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος, προφυλάττομαι [[ἐναντίον]] τοῦ μέλλοντος νὰ συμβῇ, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 53· τοῦ πολέμου κ., γενναίως [[ὑποφέρω]], Πλουτ. Δημήτρ. 22· παντὸς δεινοῦ Διόδ. 17. 21, [[ἔνθα]] ἴδε Wessel· ὁ [[Νεῖλος]] οὐκ ἀνέχεται ποταμὸς [[εἶναι]], ἀλλὰ κατεξανίσταται τῆς ὄχθης Ἡλιόδ. 2. 28, [[ἐπειδὴ]] δὲ κ. ὡς ἐρωμένης, λαμβανέτω πεῖραν ὡς δεσποίνης 8. 5·- ὁ Ἡσύχ. «κατεξανίσταται· κατεπαίρεται», καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. «καταπλήσσει· καταταράσσει. κατεξανιστᾷ».
}}
}}