Anonymous

ἐμπιπίσκω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_4)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0813.png Seite 813]] (s. [[πιπίσκω]]), tränken, benetzen; ἐνέπισε Pind. frg. 77; denselben aor. hat Nic. Al. 518; im med., ὕδατι ἐμπίσαιο Ther. 573; ὄξει Al. 320; ἐμπισθὲν νύμφαις, von den Nymphen getränkt, Th. 623.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0813.png Seite 813]] (s. [[πιπίσκω]]), tränken, benetzen; ἐνέπισε Pind. frg. 77; denselben aor. hat Nic. Al. 518; im med., ὕδατι ἐμπίσαιο Ther. 573; ὄξει Al. 320; ἐμπισθὲν νύμφαις, von den Nymphen getränkt, Th. 623.
}}
{{ls
|lstext='''ἐμπῐπίσκω''': μέλλ. ἐμπίσω ῑ: ἀόρ. ἐνέπῑσα, παθ. ἐνεπίσθην. Μεταβατ. τοῦ [[ἐμπίνω]], δίδω νὰ πίῃ τις, [[ποτίζω]], Πινδ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 519: ― Μέσ., πληρῶ ἐμαυτόν, χορταίνω, ἐμπίσασθαι ὕδατι Νικ. Θηρ. 537, πρβλ. Ἀλεξιφ. 320: ― Παθ., ἐπὶ τοῦ ποτοῦ, πίνομαι, Νύμφαις ἐμπισθὲν ὁ αὐτ. Θηρ. 624.
}}
}}