3,274,313
edits
(13_7_3) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0045.png Seite 45]] 1) ὁ, der <b class="b2">Stein</b>, Felsblock; τρηχύς, [[ὀκριόεις]], Il. 5, 308. 8, 327, [[ξεστός]], Odyss. 3, 406; ἐπεὶ οὔ σφι [[λίθος]] χρὼς οὐδὲ [[σίδηρος]], Il. 4, 510, vgl. 19, 494; σοὶ δ' αἰεὶ [[κραδίη]] στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο Od. 23, 103; so oft als Sinnbild des Unerbittlichen, Gefühllosen, Ar. Nubb. 1202, Plat. Hipp. mai. 292 d; vgl. auch ὥςπερ λίθον ζῆν, Gorg. 494 a; auch sprichwörtlich λίθῳ λαλεῖς, Paroemigr. App. 3, 68; vgl. Jacobs zu Ach. Tat. II, 815 ff. – Von der steinernen Wurfscheibe, Od. 8, 190; übh. Steine, welche die Kämpfenden auf einander schleudern, Hom. u. A.; μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ [[φθόνος]], Pind. Ol. 8, 55; oft τοῖς λίθοις βάλλειν, Thuc. 4, 43; Xen. An. 5, 7, 19; τοῖς λίθοις τύπτειν ἐκ χειρός, Pol. 3, 13, 4; – λίθον τινὰ ποιεῖν, zu Stein machen, versteinern, Il. 24, 611 Od. 13, 156; μὴ αὐτόν με λίθον τῇ ἀφωνίᾳ ποιήσειε Plat. Conv. 198 c. – Sprichwörtliche Vrbdgn sind noch μηδ' εἰς πέτρας τε καὶ λίθους σπείρειν, Plat. Legg. VIII, 838 c; πάντα λίθον κινεῖν, eigtl. im Spiel jeden Stein ziehen (so sagt Theocr. 6, 18 τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖ λίθον), d. i. Alles in Bewegung setzen, um einen Zweck zu erreichen; auch λίθον ἕψειν u. ähnl., s. Paroem. – In Athen ist ὁ ἐν τῇ πυκνὶ [[λίθος]] die steinerne Rednerbühne, von der herab die Redner zum Volk sprachen, B. A. 277, Oratt.; vgl. Ar. Ach. 683 Pax 680. – Auf der [[ἀγορά]] ist auch ὁ τοῦ [[κήρυκος]] [[λίθος]], auf welchen sich der Herold stellt, wenn er Etwas öffentlich ausruft, Plut. Sol. 8; – auf einem andern Steine, ἐν ἀγορᾷ πρὸς τῷ λίθῳ, mußte jeder Thesmothet schwören, Plut. Sol. 25; – u. im Areopag stand der Kläger auf einem Steine, Harpocr. – 2) ἡ [[λίθος]], bei Hom. = masc., von dem Wurfsteine, λίθοι θαμειαί, Il. 12, 287; στερεὴ [[λίθος]] Od. 19, 494. – Nach den Gramm. bes. die edleren, zur Politur u. feineren Bearbeitung geeigneten Steine, bes. Edelsteine, τὴν λίθον ταύτην ἑώρας τὴν καλήν, τὴν διαφανῆ, Ar. Nubb. 766; bei Her. 2, 44, σμαράγδου λίθου, ist das Genus nicht zu erkennen; bei Xen. ἦν ἡ κρηπὶς λίθου ξεστοῦ κογχυλιάτου, geglätteter Muschelmarmor, An. 3, 4, 10; ἡ Ἡρακλεία [[λίθος]], der Magnet, Plat. Ion 533 d; Sp. auch ἡ μαγνῆτις λ, ; – ὴ μαργαρῖτις λ., Ath. III, 93 b. – Der Probierstein, τούτων τινὰ τῶν λίθων, ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν Plat. Gorg. 486 d. – Auch der Grabstein, Anth.; – λίθων χυτὰ εἴδη, Plat. Tim. 61 b, wie συγ κυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου Epinic. bei Ath. X, 432, eine Art Glasfluß; so ist auch Her. 2, 69 ἀρτήματα λίθινα χυτά zu erkl. – Der Blasenstein, Arist. H. A. 3, 15 u. Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0045.png Seite 45]] 1) ὁ, der <b class="b2">Stein</b>, Felsblock; τρηχύς, [[ὀκριόεις]], Il. 5, 308. 8, 327, [[ξεστός]], Odyss. 3, 406; ἐπεὶ οὔ σφι [[λίθος]] χρὼς οὐδὲ [[σίδηρος]], Il. 4, 510, vgl. 19, 494; σοὶ δ' αἰεὶ [[κραδίη]] στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο Od. 23, 103; so oft als Sinnbild des Unerbittlichen, Gefühllosen, Ar. Nubb. 1202, Plat. Hipp. mai. 292 d; vgl. auch ὥςπερ λίθον ζῆν, Gorg. 494 a; auch sprichwörtlich λίθῳ λαλεῖς, Paroemigr. App. 3, 68; vgl. Jacobs zu Ach. Tat. II, 815 ff. – Von der steinernen Wurfscheibe, Od. 8, 190; übh. Steine, welche die Kämpfenden auf einander schleudern, Hom. u. A.; μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ [[φθόνος]], Pind. Ol. 8, 55; oft τοῖς λίθοις βάλλειν, Thuc. 4, 43; Xen. An. 5, 7, 19; τοῖς λίθοις τύπτειν ἐκ χειρός, Pol. 3, 13, 4; – λίθον τινὰ ποιεῖν, zu Stein machen, versteinern, Il. 24, 611 Od. 13, 156; μὴ αὐτόν με λίθον τῇ ἀφωνίᾳ ποιήσειε Plat. Conv. 198 c. – Sprichwörtliche Vrbdgn sind noch μηδ' εἰς πέτρας τε καὶ λίθους σπείρειν, Plat. Legg. VIII, 838 c; πάντα λίθον κινεῖν, eigtl. im Spiel jeden Stein ziehen (so sagt Theocr. 6, 18 τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖ λίθον), d. i. Alles in Bewegung setzen, um einen Zweck zu erreichen; auch λίθον ἕψειν u. ähnl., s. Paroem. – In Athen ist ὁ ἐν τῇ πυκνὶ [[λίθος]] die steinerne Rednerbühne, von der herab die Redner zum Volk sprachen, B. A. 277, Oratt.; vgl. Ar. Ach. 683 Pax 680. – Auf der [[ἀγορά]] ist auch ὁ τοῦ [[κήρυκος]] [[λίθος]], auf welchen sich der Herold stellt, wenn er Etwas öffentlich ausruft, Plut. Sol. 8; – auf einem andern Steine, ἐν ἀγορᾷ πρὸς τῷ λίθῳ, mußte jeder Thesmothet schwören, Plut. Sol. 25; – u. im Areopag stand der Kläger auf einem Steine, Harpocr. – 2) ἡ [[λίθος]], bei Hom. = masc., von dem Wurfsteine, λίθοι θαμειαί, Il. 12, 287; στερεὴ [[λίθος]] Od. 19, 494. – Nach den Gramm. bes. die edleren, zur Politur u. feineren Bearbeitung geeigneten Steine, bes. Edelsteine, τὴν λίθον ταύτην ἑώρας τὴν καλήν, τὴν διαφανῆ, Ar. Nubb. 766; bei Her. 2, 44, σμαράγδου λίθου, ist das Genus nicht zu erkennen; bei Xen. ἦν ἡ κρηπὶς λίθου ξεστοῦ κογχυλιάτου, geglätteter Muschelmarmor, An. 3, 4, 10; ἡ Ἡρακλεία [[λίθος]], der Magnet, Plat. Ion 533 d; Sp. auch ἡ μαγνῆτις λ, ; – ὴ μαργαρῖτις λ., Ath. III, 93 b. – Der Probierstein, τούτων τινὰ τῶν λίθων, ᾗ βασανίζουσι τὸν χρυσόν Plat. Gorg. 486 d. – Auch der Grabstein, Anth.; – λίθων χυτὰ εἴδη, Plat. Tim. 61 b, wie συγ κυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου Epinic. bei Ath. X, 432, eine Art Glasfluß; so ist auch Her. 2, 69 ἀρτήματα λίθινα χυτά zu erkl. – Der Blasenstein, Arist. H. A. 3, 15 u. Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λίθος''': [ῐ], -ου, (ἴδε κατωτ.), ὡς καὶ νῦν, [[λίθος]], Ὅμ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν λίθων οὓς ἔρριπτον οἱ πολεμισταί, τρηχὺς λ., λ. [[ὀκριόεις]] Ἰλ. Ε. 308, Θ. 327· [[ὡσαύτως]], [[δίσκος]] [[λίθινος]], Ὀδ. Θ. 190· ἑλέσθαι... ἐκ γαίας λίθον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 4· - παροιμ., ἐν παντὶ γάρ τι [[σκορπίος]] φρουρεῖ λίθῳ Σοφ. Ἀποσπ. 35· λίθον ἕψειν, ἐπὶ ματαιοπονίας, Ἀριστοφ. Σφ. 280· - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἠλιθιότητος, λίθοι, «ἀναίσθητοι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 1202, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292D· προσηγορεύθη διὰ τὸ μὴ φρονεῖν [[λίθος]], ἐπὶ τῆς Νιόβης, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 16· λίθου βίον ζῆν Πλάτ. Γοργ. 494Α κἑξ.· λίθῳ λαλεῖν Παροιμιογρ. 2) [[λίθος]] ὡς [[οὐσία]], ὡς ὕλη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ξύλον]], τὴν σάρκα, κτλ., [[ἐπεὶ]] οὔ σφι [[λίθος]] χρὼς οὐδὲ [[σίδηρος]] Ἰλ. Δ. 510, πρβλ. Θέογν. 568· λίθον τινὰ ποιῆσαι ἢ [[θεῖναι]], μετατρέψαι εἰς λίθον, ἀπολιθῶσαι, Ἰλ. Ω. 611, Ὀδ. Ν. 156, Πλάτ. Συμπ. 198C· ὡς [[ἔμβλημα]] σκληρᾶς καρδίας, σοὶ δ’ ἀεὶ [[κραδίη]] στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο Ὀδ. Ψ. 103, πρβλ. Θεόκρ. 3. 18. ΙΙ. [[λίθος]], ἡ, παρ’ Ὁμ. δίς, Ἰλ. Μ. 287, Ὀδ. Τ. 494, ἀκριβῶς ὡς τὸ ἀρσ., ὡς καὶ ἐν Θεοκρ. 7. 26, Βίωνι 11. 2· -ἀλλὰ [[μετέπειτα]] τὸ θηλ. ἦτο ἐν χρήσει ἐπὶ ἰδιαιτέρου τινὸς εἴδους λίθου, ὡς π.χ. ὁ μαγνήτης καλεῖται Μαγνῆτις [[λίθος]], ὑπὸ Εὐρ. ἐν Ἀποσπ. 571 (ἀλλ’ [[ἁπλῶς]]: [[λίθος]] ἐν Ἀριστ. Φυσ. 8. 10, 9, πρβλ. διάφ. γραφ. π. Ψυχῆς 1. 2, 17)· [[Λυδία]] [[λίθος]], ὑπὸ Σοφ. ἐν Ἀποσπ. 886· Ἡρακλεία [[λίθος]], ὑπὸ Πλάτ. ἐν Ἴωνι 533D· [[οὕτως]], ἐπὶ δοκισμαστικοῦ λίθου, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 486D· ἡ διαφανὴς [[λίθος]], [[τεμάχιον]] κρυστάλλου ἐν χρήσει πρὸς ἀνάφλεξιν διὰ τῆς συγκεντρώσεως ἡλιακῶν ἀκτίνων, Ἀριστοφ. Νεφ. 767· χυτὴ [[λίθος]] ἦτο [[ἴσως]] [[εἶδος]] ὑάλου, καὶ [[ἑπομένως]] τὸ ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ [[ὕαλος]], Ἐπίνικ. ἐν «Μνησιπτολέμῳ» 1 (τὸ αὐτὸ καὶ ἁρτήματα λίθινα χυτὰ παρ’ Ἡροδ. 2. 69· πρβλ. τὴν ὕαλον... ὅσα τε λίθων χυτὰ εἴδη καλεῖται Πλάτ. Τίμ. 61Β). - κατὰ τοὺς Γραμμ. ὁ [[πολύτιμος]] [[λίθος]] ἦτο ἀείποτε γένους θηλ., ὡς παρ’ Ἱππ. 584. 41· ἀλλ’ ὁ κανὼν δὲν [[εἶναι]] [[ἀπόλυτος]], ἴδε Ἡρόδ. 2. 44, Λουκ. Εἰκ. 11, κτλ.· [[μάλιστα]] τὸ θηλ. [[εἶναι]] [[κυρίως]] ποιητ., Ἰακώψιος ἐν Ἀνθ. Π. σ. 137· - ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μαρμάρου, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀρσενικῶς, λευκὸς λ. Ἡρόδ. 4. 87 ([[ἁπλῶς]] [[λίθος]], 1. 164), Σοφ. Ἀποσπ. 307· Πάριος λ. Πινδ. Ν. 4. 130, Ἡρόδ. 3. 57· Ταινάριος λ. Στράβ. 367· [[Θάσιος]], [[Αἰγύπτιος]], κτλ., Παυσ. 1. 18, 6· [[κογχίτης]] Παυσ. 1. 44, 6· [[κογχυλιάτης]] Ξεν. Ἀν. 3. 4, 10· ἀλλὰ Παρία λ. Θεόκρ. 6. 38, Λουκ. Ἔρωτ. 13, πρβλ. [[λυχνίας]], -ίτης· -περιληπτικῶς, πέφυκε [[λίθος]]... [[ἄφθονος]], ἐξ οὗ... Ξεν. Πόρ. 1, 4. ΙΙΙ. [[ἐπιτάφιος]] [[λίθος]] (θηλ.), Καλλ. Ἐπιγράμμ. 7. 1. IV. ἐν Ἀθήναις, [[λίθος]] (ἀρσ.) ἐκαλεῖτο καὶ τὸ βῆμα, 1) τὸ βῆμα τῆς Πνυκός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 683, Εἰρ. 680, Ἐκκλ. 87. 2) ἕτερον ἐν τῇ ἀγορᾷ, ᾧ ἐχρῶντο οἱ κήρυκες, Πλουτ. Σόλων 8· πιθανῶς τὸ αὐτὸ καὶ ὁ πρατὴρ λ., ἐφ’ οὗ ἱστάμενος ὁ τῆς δημοπρασίας κήρυξ ἐπώλει δούλους κτλ., [[Πολυδ]]. Γ΄, 78, πρβλ. 126· [[ὅθεν]] tribuni empti de lapide παρὰ Cic. Pis. 15. 3) βωμὸς ἐν τῇ ἀγορᾷ, παρ’ ᾧ οἱ Θεσμοθέται ὡρκίζοντο, Ἑρμηνευτ. εἰς Δημ. 1265. 6, Πλουτ. Σόλων 25· πρβλ. [[λιθωμότης]]. 4) τὸ [[ὕψωμα]] ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, ἐφ’ οὗ ὁ [[κατήγορος]] ἵστατο, Ἁρπ. V) καὶ τὸν ἀπὸ γραμμῆς κινεῖ λίθον, «ἡ [[λέξις]] μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν παιζόντων τὸ κοινολέκτως λεγόμενον [[ζατρίκιον]]· ἐκεῖνο γὰρ [[ὅταν]] πολλὰ ποιήσαντες οὐ δύνωνται [[ἑτέρως]] νικῆσαι τὸν ὅμοιον παίκτορα, κινοῦσι καὶ τὸν ἀπὸ γραμμῆς λίθον, τὸν οὕτω βασιλέα καλούμενον» (Σχόλ.), Θεόκρ. 6. 18., ἴδε γραμμὴ ΙΙΙ. 1· [[ἐντεῦθεν]] παροιμ., πάντα λίθον κινεῖν, προσπαθῶ παντὶ τρόπῳ νὰ κερδήσω, Παροιμιογρ. σ. 363, ἴδε Elmsl. εἰς [[Ἡρακλ]]. 1002. IV. [[πέτρα]] τῆς κύστεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 15, 2, ἴδε Foës. Oecon. Hipp. VII. [[λίθος]] τις ἐν χρήσει κατὰ τοὺς Ρωμαϊκοὺς ὅρκους, Δία λίθον Πολύβ. 3. 25, 6, πρβλ. Κικ. Fam. 7. 12. | |||
}} | }} |