3,277,807
edits
(13_6b) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0364.png Seite 364]] att. ὀπύω, nach Moeris attisch für das hellenistische συγγίνεσθαι, ehelichen, zur Frau nehmen u. haben; πρεσβυτάτην δ' ὤπυιε θυγατρῶν, Il. 13, 429; τοὶ Χαοίτων μίαν δώσω ὀπυιέμεναι, καὶ σὴν κεκλῆσθαι ἄκοιτιν, 14, 268, öfter, immer von der rechtmäßigen Ehe; auch absolut, οἱ δύ' ὀπυίοντες, zwei verheirathet, Od. 6, 63; einmal bei Hom. auch pass., τὸν ὀπυιομένη τέκε [[μήτηρ]], Il. 8, 304; Ἥβαν ὀπυίει, Pind. I. 3, 77; [[ὅστις]] σ' ὀπύσει, Ar. Ach. 243; Ap. Rh. 1, 46; Theocr. 22, 161; Pallad. 5 (X, 56); auch in späterer Prosa, ὅτι αἱ γυναῖκες οὐκ ὀπυίουσιν ἀλλ' ὀπυίονται, Arist. Eth. 7, 5; ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς ὀπυίεσθαι, Plut. Sol. 20; Luc. Gall. 16 u. öfter; s. Piers. zu Moeris p. 278, der wie Porson zu Od. 4, 798 die Form ὀπύω vorzieht. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0364.png Seite 364]] att. ὀπύω, nach Moeris attisch für das hellenistische συγγίνεσθαι, ehelichen, zur Frau nehmen u. haben; πρεσβυτάτην δ' ὤπυιε θυγατρῶν, Il. 13, 429; τοὶ Χαοίτων μίαν δώσω ὀπυιέμεναι, καὶ σὴν κεκλῆσθαι ἄκοιτιν, 14, 268, öfter, immer von der rechtmäßigen Ehe; auch absolut, οἱ δύ' ὀπυίοντες, zwei verheirathet, Od. 6, 63; einmal bei Hom. auch pass., τὸν ὀπυιομένη τέκε [[μήτηρ]], Il. 8, 304; Ἥβαν ὀπυίει, Pind. I. 3, 77; [[ὅστις]] σ' ὀπύσει, Ar. Ach. 243; Ap. Rh. 1, 46; Theocr. 22, 161; Pallad. 5 (X, 56); auch in späterer Prosa, ὅτι αἱ γυναῖκες οὐκ ὀπυίουσιν ἀλλ' ὀπυίονται, Arist. Eth. 7, 5; ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς ὀπυίεσθαι, Plut. Sol. 20; Luc. Gall. 16 u. öfter; s. Piers. zu Moeris p. 278, der wie Porson zu Od. 4, 798 die Form ὀπύω vorzieht. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀπυίω''': ἢ ὀπύω ([[ὅπερ]] ὁ Piers. εἰς Μοῖριν σ. 278, Πόρσ. εἰς Ὀδ. Δ. 798 θεωροῦσιν ὡς τὸν γνήσιον τύπον, ὁ δὲ Ἡσύχ. ἔχει: «ὀπυόλαι· γεγαμηκότες), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ. μετ’ αὐξήσεως ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς: μέλλ. ὀπύσω Ἀριστοφ. Ἀχ. 255. Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις: Ι. ἐνεργ., ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, νυμφεύομαι, [[λαμβάνω]] γυναῖκα, (συγγενέσθαι κατὰ νόμον Ἡσύχ. ἐν λέξ. βινεῖν), τὴν Εὔμηλος ὄπυιε Ὀδ. Δ. 798, πρβλ. Β. 207, Ἰλ. Π. 178· πρεσβυτάτην δ’ ὤπυιε Ν. 429, πρβλ. Σ. 383· τοῦ γὰρ ὀπυίεις παῖδα Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 356· δῶκεν ὀπυίειν θυγατέρα ἣν ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 819 [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. ἐν Ι. 4. 102 (3. 77), Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἀπολ., [[πέντε]] δέ τοι φίλοι υἷες ..., οἱ δύ’ ὀπυίοντες, [[τρεῖς]] δ’ ἠίθεοι θαλέθοντες, δύο ἔγγαμοι, κτλ., Ὀδ. Ζ. 63. 2) Παθ., ἐπὶ τῆς γυναικός, [[ὑπανδρεύομαι]], [[λαμβάνω]] ἄνδρα, τόν ῥ’ ἐξ Αἰσύμηθεν ὀπυιομένη [[τέκε]] [[μήτηρ]] Ἰλ. Θ. 304, πρβλ. Σόλωνα ἐν Πλουτ. Σόλ. 20, Ἀνθ. Π. 10. 56, 7 οὐκ ὀπυίουσιν ἀλλ’ ὀπυίονται [γυναῖκες] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 5, 4· ἔνθ’ ἄν εὕρῃ τὸν ἄρρενα ὑπὸ τῆς θηλείας ὀπυιόμενον Διον. Ἁλ. 17. 3. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, ἐν τῷ ἐνεργ. [[ἁπλῶς]], βινῶ, συνεῖναι καὶ ὀπυίειν Λουκ. Εὐνοῦχ. 12· Τηρεὺς δύο ἀδελφὰς ἅμα ὀπυίων ὁ αὐτ. ἐν τῷ ἐπὶ Μισθ. Σινόντ. 41· ὤπυιες γὰρ ἐκεῖνον, ὁ δ’ [[αὖθις]] σὴν παράκοιτιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 50· ἐν τῷ παθ., ἐπὶ γυναικός, πολλάς δ’ ἐστὶ γυναῖκας [[ἰδεῖν]] ... ὀπυιομένας [[ἀκορέστως]] Ἀνθ. Π. 10. 56. | |||
}} | }} |