Anonymous

ἀναείρω: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(13_3)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] in die Höhe heben, Hom. öfters; χεῖρας ἀθανάτοισι, die Hände zu den Göttern, Il. 7, 130 u. sp. D.; ἀναειρόμενος, med., Ap. Rh. 4, 94; ἀνηέρθησαν ἄελλαι, erhoben sich, 1, 1078.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] in die Höhe heben, Hom. öfters; χεῖρας ἀθανάτοισι, die Hände zu den Göttern, Il. 7, 130 u. sp. D.; ἀναειρόμενος, med., Ap. Rh. 4, 94; ἀνηέρθησαν ἄελλαι, erhoben sich, 1, 1078.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναείρω''': ἀνυψῶ, σηκώνω [[ἐπάνω]] ἀπὸ τὴν γῆν, ἐπὶ παλαιστοῦ, ἤ μ’ ἀνάειρ’ ἢ ἐγὼ σὲ Ἰλ. Ψ. 724· ἀνάειρε δύω χρυσοῖο τάλαντα, ἔλαβεν, [[αὐτόθι]] 614. 778· ἀθανάτοισι φίλας ἀνὰ χεῖρας ἀείραι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου palmas ad sidera tendit, Ἰλ. Η. 130: - Μέσ., [[ἀνεγείρω]], ἀναειρόμενος προσπτύξατο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 94. -Παθ., ἐγείρομαι, ἄελλαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 107· ἐπὶ πλοίου, [[ἐπιπλέω]], Ὀρφ. Ἀργ. 270.
}}
}}