Anonymous

καπηλικός: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kapilikos
|Transliteration C=kapilikos
|Beta Code=kaphliko/s
|Beta Code=kaphliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for a</b> κάπηλος, ζυγόν <span class="bibl">Dinol. 2</span> (fort. <b class="b3">καπανικόν</b>) ; ἀργύρωμα <span class="title">IG</span>11(2).110 (Delos, iii B.C.), cf. 111; <b class="b2">mercenary</b>, ἦθος <span class="bibl">M.Ant.4.28</span>; σοφιστής <span class="bibl">Poll.4.48</span>; <b class="b3">-ική</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>), = [[καπηλεία]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>223d</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1257a18</span>: <b class="b3">καπηλικόν, τό</b>, <b class="b2">campfollowers, sutlers</b> of an army, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>2.1</span>; but also, <b class="b2">tax on retailtraders</b>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1237</span> (iii/ii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">like a petty trader, knavish, cozening</b>, κ. μέτρα φιλεῦσα <span class="title">AP</span>9.229 (Marc. Arg.); ὕθλος <span class="bibl">Porph.<span class="title">Chr.</span> 49</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς, ἔχειν</b> to be <b class="b2">vamped up for sale</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1063</span>; τὰ πράγματα κ. διανέμων Plu.2.369c; <b class="b2">in a mercenary spirit</b>, Gal.14.216: Comp. -ώτερον Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>14.8</span>.</span>
|Definition=καπηλική, καπηλικόν,<br><span class="bld">A</span> [[typical of small traders]], [[typical of tavern keepers]], [[of]] or for a [[κάπηλος]], [[ζυγόν]] Dinol. 2 (fort. καπανικόν); [[ἀργύρωμα]] IG11(2).110 (Delos, iii B.C.); [[mercenary]], [[ἦθος]] M.Ant.4.28; [[σοφιστής]] Poll.4.48; ἡ [[καπηλική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), = the [[art]] of [[small]] [[trade]] ([[καπηλεία]]), Pl.Sph.223d, Arist.Pol.1257a18: [[καπηλικόν]], τό, [[camp]] [[follower]]s, [[sutler]]s of an [[army]], Arr.Tact.2.1; but also, [[tax on retail traders]], BGU1237 (iii/ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[like a petty trader]], [[knavish]], [[cozening]], κ. μέτρα φιλεῦσα AP9.229 (Marc. Arg.); [[ὕθλος]] Porph.Chr. 49. Adv. [[καπηλικῶς]] ἔχειν = to [[be vamped up for sale]], Ar.Pl.1063; τὰ [[πράγμα]]τα [[καπηλικῶς]] [[διανέμων]] Plu.2.369c; [[in a mercenary spirit]], Gal.14.216: Comp. καπηλικώτερον Numen. ap. Eus.PE14.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1322.png Seite 1322]] zum Höker, Kleinhändler od. Weinschenker gehörig, im Kleinhandel geübt, geschickt, krämerisch, im Handel betrügerlich; καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); [[ζυγόν]] Poll. 10, 177 aus Dinoloch.; – τῆς μεταβλητικῆς ἡ μὲν κατὰ πόλιν ἀλλαγὴ καπηλικὴ προσαγορεύεται, der Verkehr in der Stadt, nicht außer Landes u. über See, Plat. Soph. 223 d, sc. [[τέχνη]], wie Arist. pol. 1, 9; Poll. 7, 9; Sp., auch καπηλικὸς τὴν διάνοιαν, betrügerisches Sinnes. – Adv., καπηλικῶς ἔχειν Ar. Plut. 1063, wie ein Krämer sich benehmen; τὰ πράγματα καπ. διανέμειν Plut. de Is. et. Os. 45; καπηλικῶς χρῆσθαί τινι, mit Etwas schändlichen Wucher treiben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1322.png Seite 1322]] zum Höker, Kleinhändler od. Weinschenker gehörig, im Kleinhandel geübt, geschickt, krämerisch, im Handel betrügerlich; καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); [[ζυγόν]] Poll. 10, 177 aus Dinoloch.; – τῆς μεταβλητικῆς ἡ μὲν κατὰ πόλιν ἀλλαγὴ καπηλικὴ προσαγορεύεται, der Verkehr in der Stadt, nicht außer Landes u. über See, Plat. Soph. 223 d, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], wie Arist. pol. 1, 9; Poll. 7, 9; Sp., auch καπηλικὸς τὴν διάνοιαν, betrügerisches Sinnes. – Adv., καπηλικῶς ἔχειν Ar. Plut. 1063, wie ein Krämer sich benehmen; τὰ πράγματα καπ. διανέμειν Plut. de Is. et. Os. 45; καπηλικῶς χρῆσθαί τινι, mit Etwas schändlichen Wucher treiben.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne les petits marchands]], [[le petit négoce]].<br />'''Étymologie:''' [[κάπηλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=καπηλικός -ή -όν [κάπηλος] winkeliers-, kruideniers-; subst. ἡ καπηλική detailhandel; adv.: καπηλικῶς ἔχει ze is te koop Aristoph. Pl. 1063.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰπηλικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[мелкоторговый]] (πράσεις Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[торгашеский]], [[плутовской]], [[жульнический]] (μέτρα Anth.).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καπηλικός]], -ή, -όν) [[κάπηλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπηλο, [[αισχροκερδής]]<br /><b>2.</b> [[βάναυσος]], [[χυδαίος]], [[αγροίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή καπηλική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[καπηλεία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καπηλικόν</i><br />α) προμηθευτές τροφίμων που ακολουθούσαν τον στρατό<br />β) [[φόρος]] που επιβαλλόταν στις λειανικές πωλήσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καπηλικώς</i> (Α καπηλικῶς)<br />με καπηλικό τρόπο («τὰ πράγματα καπηλικῶς διανέμων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />βάναυσα, χυδαία<br /><b>αρχ.</b><br />πλαστά, με [[νοθεία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰπηλικός:''' -ή, -όν ([[κάπηλος]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε έμπορο λιανικής· <i>ἡ καπηλική</i> (ενν. [[τέχνη]]) = [[καπηλεία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μοιάζει στη [[συμπεριφορά]] με μικροέμπορο, [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Ανθ.· επίρρ., [[καπηλικῶς]] ἔχειν, με μπαλώματα και [[έτοιμος]] για [[πώληση]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καπηλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάπηλον, Δεινόλοχος παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 117· [[μισθωτός]], [[σοφιστής]] ὁ αὐτ. 4. 48: - ἡ καπηλικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) = [[καπηλεία]], Πλατ. Σοφιστ. 223D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 4. 2) [[ὅμοιος]] πρὸς μικρέμπορον, [[πανοῦργος]], [[δόλιος]], καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα Ἀνθ. Π. 9. 229: - Ἐπίρρ., καπηλικῶς ἔχει, «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθιωμένως ἔχει καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην», ἐπὶ γραίας ἐψιμυθιωμένης, (Σχολ), Ἀριστοφ. Πλ. 1063. Συγκρ. -ώτερον, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 739Α.
|lstext='''καπηλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάπηλον, Δεινόλοχος παρὰ Πολυδ. Ι΄, 117· [[μισθωτός]], [[σοφιστής]] ὁ αὐτ. 4. 48: - ἡ καπηλικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) = [[καπηλεία]], Πλατ. Σοφιστ. 223D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 4. 2) [[ὅμοιος]] πρὸς μικρέμπορον, [[πανοῦργος]], [[δόλιος]], καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα Ἀνθ. Π. 9. 229: - Ἐπίρρ., καπηλικῶς ἔχει, «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθιωμένως ἔχει καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην», ἐπὶ γραίας ἐψιμυθιωμένης, (Σχολ), Ἀριστοφ. Πλ. 1063. Συγκρ. -ώτερον, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 739Α.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰπηλικός, ή, όν [[κάπηλος]]<br /><b class="num">1.</b> of or for a [[retail]] [[dealer]]: —ἡ καπηλική (''[[sc.]]'' τέχνἠ = [[καπηλεία]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> like a [[petty]] [[trader]], [[knavish]], Anth.:—adv., [[καπηλικῶς]] ἔχειν to be vamped up for [[sale]], Ar.
}}
}}