Anonymous

ἐξαγώγιμος: Difference between revisions

From LSJ
6_17
(13_3)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] 1) ausführend, ableitend, αἱ ἐξ. τῶν ὑδάτων τάφροι D. Hal. 4, 44. – 2) auszuführen, Lycurg. 26; bes. von Waaren, die ausgeführt werden, Arist. Oec. 2, 1 u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] 1) ausführend, ableitend, αἱ ἐξ. τῶν ὑδάτων τάφροι D. Hal. 4, 44. – 2) auszuführen, Lycurg. 26; bes. von Waaren, die ausgeführt werden, Arist. Oec. 2, 1 u. A.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξαγώγῐμος''': -ον, ὁ ἐξαγόμενος, ὃν δύναταί τις νὰ ἐξαγάγῃ εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι Λυκοῦργ. 151. 18· τὰ ἐξαγώγιμα, τὰ ἐξαγόμενα, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 3. 2) [[ἀνήσυχος]], ἄστατος, ἐπὶ λαοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 10. ΙΙ. ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐξαγωγὴν πράγματός τινος, αἱ ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι Διον. Ἁλ. 4. 44.
}}
}}