Anonymous

ἐρεικτός: Difference between revisions

From LSJ
6_11
(CSV import)
 
(6_11)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)reikto/s
|Beta Code=e)reikto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bruised, pounded</b>, <b class="b3">πυρός</b> (ὥστε δύο ἐξ ἑνὸς γεγονέναι) Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>177 : also <b class="b3">ἐρικτά, τά,</b> <b class="b2">barley-broth</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.118</span>, Hsch., Suid.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bruised, pounded</b>, <b class="b3">πυρός</b> (ὥστε δύο ἐξ ἑνὸς γεγονέναι) Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>177 : also <b class="b3">ἐρικτά, τά,</b> <b class="b2">barley-broth</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.118</span>, Hsch., Suid.</span>
}}
{{ls
|lstext='''ἐρεικτός''': -ή, -όν, συντετριμμένος, κοπανισμένος, Ἑβδ. Λευιτ. Ϛ΄, 21 [[ἔνθα]] διάφ. γραφ. ἑλικτά), «ὄσπρια ἐρεικτὰ τὰ σχιστά, ὁποῖον ὁ [[κύαμος]]. Παυσανίας δὲ καὶ ἐρεικτὸν πυρὸν λέγει τὸν μὴ [[ἄλευρον]] ἀληλεσμένον, ἀλλ’ [[ὥστε]] δύο ἐξ ἑνὸς γεγονέναι, ὃν [[ἄνθρωπος]] κοινὸς εἴποι ἂν ἀδράλεστον» Εὐστ. 941. 23, 1524. 64: ὡσταύτως, ἐρικτά, τά, [[σῖτος]] πεφρυγμένος καὶ κεκομμένος, «[[κοπανιστός]]», Ἱππ. 642. 13· νέα πεφρυγμένα χῖδρα ἐρικτά, χλωρὰ πεφρυγμένα ἀστάχυα κοπανιστά, Ἑβδ. (Λευιτ. Β΄, 14), πρβλ. Ἡσύχ. Σουΐδ. ἐν λέξει.
}}
}}