Anonymous

ἀνευάζω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(c2)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0226.png Seite 226]] (εὖα), bacchisch aufjubeln, Arr. An. 5, 2; Claudian. 2 (IX, 139); Διόνυσον D. Per. 580.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0226.png Seite 226]] (εὖα), bacchisch aufjubeln, Arr. An. 5, 2; Claudian. 2 (IX, 139); Διόνυσον D. Per. 580.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνευάζω''': μελλ. -άξω, Νόνν. Δ. 1. 20, [[ἀνακράζω]] εὖα, ὃ ἦν [[ἐπίφθεγμα]] ὕμνου εἰς Διόνυσον, ὡς κεῖνον κατὰ χῶρον ἀνευάζουσιν γυναῖκες, «[[τουτέστι]] τὸν ὕμνον εἰς τὰ Διονυσιακὰ τελούμενον λέγουσιν» (Παράφρ. Διον. Π. 576, Ἀνθ. Π. 9. 139. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., τιμῶ τινα διὰ τοιούτων ἐπιφωνήσεων, ἐπευφημῶ: σωτῆρα Βάκχον των [[πάροιθε]] πημάτων Σφάλτην ἀνευάζοντες, «ἀνευφημοῦντες, ἀνυμνοῦντες» (Σχόλ.) Λυκόφρ. 207, Ἀρρ. Ἀνάβ. 5. 2, 7.
}}
}}