Anonymous

δίειμι: Difference between revisions

From LSJ
1,227 bytes added ,  5 August 2017
6_22
(13_6a)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0617.png Seite 617]] (s. [[εἰμί]]) fortwährend sein, VLL.; sonst nur διέσει σκοπούμενος Xen. Mem. 2, 1, 24, wo man διοίσει ändern will. (s. [[εἶμι]]), 1) hindurchgehen; τὸν δρόμον Plat. Ax. 370 e; δι' αὐτῶν μέσων Thuc. 4, 78; absolut, Ar. Ach. 845, d. i. vorübergehen. – 2) dah. = in Rede u. Schrift durchgehen, genau erzählen; πάντα Plat. Crit. 47 c; τῷ λόγῳ, ὡς Gorg. 505 e u. öfter; τὸν ἀέρα Ar. Av. 1392, wie Sp.; ἕκαστα διείσομαι Nic. Th. 494. 837; τοιαῦτα [[περί]] τινος, Phi ostr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0617.png Seite 617]] (s. [[εἰμί]]) fortwährend sein, VLL.; sonst nur διέσει σκοπούμενος Xen. Mem. 2, 1, 24, wo man διοίσει ändern will. (s. [[εἶμι]]), 1) hindurchgehen; τὸν δρόμον Plat. Ax. 370 e; δι' αὐτῶν μέσων Thuc. 4, 78; absolut, Ar. Ach. 845, d. i. vorübergehen. – 2) dah. = in Rede u. Schrift durchgehen, genau erzählen; πάντα Plat. Crit. 47 c; τῷ λόγῳ, ὡς Gorg. 505 e u. öfter; τὸν ἀέρα Ar. Av. 1392, wie Sp.; ἕκαστα διείσομαι Nic. Th. 494. 837; τοιαῦτα [[περί]] τινος, Phi ostr.
}}
{{ls
|lstext='''δίειμι''': χρησιμεῦον ὡς μέλλ. τοῦ [[διέρχομαι]], παρατ. διῇα καὶ διῄειν· μέλλ. διείσομαι Νίκ. Θ. 494, 837, πρβλ. Ἡσύχ.·- [[ὑπάγω]] ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], περιφέρομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· ἐπὶ φήμης, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, [[λόγος]] διῄει Πλούτ. Ἀντ. 56. 2) [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, [[ἐκφεύγω]], διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 14˙ ἔξω Θεόφρ. Αἰτ. Φυσ. 5. 9, 12. 3) μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]], «περνῶ», τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 4, 14, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., δ. τὸν [[θεῖον]] δρόμον Πλάτ. Ἀξ. 370Ε. β) [[διέρχομαι]] ὑπόθεσίν τινα ὁμιλῶν ἢ γράφων, διηγοῦμαι, [[περιγράφω]], συζητῶ, [[ἐξετάζω]], ὁ αὐτ. Κρίτωνι 47C, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1392˙ [[ὡσαύτως]], δ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Γοργ. 506Α. - Πρβλ. [[διέξειμι]].
}}
}}