Anonymous

ἀπιστέω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_7_1)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0291.png Seite 291]] 1) nicht glauben, bezweifeln, τὸ μὲν οὔ ποτ' ἀπίστεον Od. 13, 339; häufig bei Att., ἀπιστοῦντες, αὐτὸν μὴ ἥξειν Thuc. 2, 101, wie 1, 10 u. oft; ἀπιστεῖς, μὴ οὐκ [[ἐπιστήμη]] ᾖ ἡ [[ἀρετή]] Plat. Men. 89 d; pass., τὸ [[ἐπιτήδευμα]] ἀπιστεῖται, μὴ δυνατὸν εἶναι Legg. VIII, 839 c; vgl. Charmid. 168 e; bes. Einem keinen Glauben, kein Vertrauen schenken, mißtrauen, τινί, Aesch. Prom. 643; λόγοις Soph. Phil. 1334; εἴ μοι ἀπιστέεις τὰ περὶ τῶν χρημάτων Her. 3, 122, vgl. 8, 94; u. so oft bei Plat. u. Folgdn, im Ggstz von [[πιστεύω]]., Xen. Cyr. 6, 4, 15; argwöhnen, οἷς ἠπίστησαν ἔχειν Pol. 4, 18. So pass., ἀπιστεῖσθαι ὑπό τινος, beargwöhnt werden, Jemandes Vertrauen nicht genießen, Plat. Polit. 271 b; Xen. Cyr. 7, 2, 17; Antiph. II, β, 7; Dem. 27, 55. – 2) = ἀπειθεῖν, B. A. p. 424, nicht gehorchen, ungehorsam sein, Soph. Ant. 219. 377. 652; Her. 6, 108; Plat. Soph. 258 c u. öfter; auch bei Xen. u. Folgdn. – 3) Eur. Heracl. 1024 τὸ σῶμ' οὐκ ἀπιστήσω χθονί, anvertrauen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0291.png Seite 291]] 1) nicht glauben, bezweifeln, τὸ μὲν οὔ ποτ' ἀπίστεον Od. 13, 339; häufig bei Att., ἀπιστοῦντες, αὐτὸν μὴ ἥξειν Thuc. 2, 101, wie 1, 10 u. oft; ἀπιστεῖς, μὴ οὐκ [[ἐπιστήμη]] ᾖ ἡ [[ἀρετή]] Plat. Men. 89 d; pass., τὸ [[ἐπιτήδευμα]] ἀπιστεῖται, μὴ δυνατὸν εἶναι Legg. VIII, 839 c; vgl. Charmid. 168 e; bes. Einem keinen Glauben, kein Vertrauen schenken, mißtrauen, τινί, Aesch. Prom. 643; λόγοις Soph. Phil. 1334; εἴ μοι ἀπιστέεις τὰ περὶ τῶν χρημάτων Her. 3, 122, vgl. 8, 94; u. so oft bei Plat. u. Folgdn, im Ggstz von [[πιστεύω]]., Xen. Cyr. 6, 4, 15; argwöhnen, οἷς ἠπίστησαν ἔχειν Pol. 4, 18. So pass., ἀπιστεῖσθαι ὑπό τινος, beargwöhnt werden, Jemandes Vertrauen nicht genießen, Plat. Polit. 271 b; Xen. Cyr. 7, 2, 17; Antiph. II, β, 7; Dem. 27, 55. – 2) = ἀπειθεῖν, B. A. p. 424, nicht gehorchen, ungehorsam sein, Soph. Ant. 219. 377. 652; Her. 6, 108; Plat. Soph. 258 c u. öfter; auch bei Xen. u. Folgdn. – 3) Eur. Heracl. 1024 τὸ σῶμ' οὐκ ἀπιστήσω χθονί, anvertrauen.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπιστέω''': μέλλ. -ήσω: πρκμ. ἠπίστηκα, κτλ.: ― Παθ. μέλλ. ἀπιστηθήσομαι Διόδ. 32. 11· ἀλλ’ ἀπιστήσομαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Πλάτ. Πολ. 450D. Εἶμαι [[ἄπιστος]], [[ἑπομένως]], Ι. δὲν [[πιστεύω]], δὲν ἐμπιστεύομαί τινα, ἐγὼ τὸ μὲν οὔ ποτ’ ἀπίστεον Ὀδ. Ν. 339· τύχην ἀπ. Εὐρ. Ἄλκ. 1130· πάντα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 775· πρβλ. Θουκ. 7. 28, Ξεν. Ἀγησ. 5. 6. 8. 7: ― Παθ., τὴν δὲ γνῶσιν τοῦ οἰκείου ἀπιστεῖσθαι, οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ [[εἶναι]] [[βέβαιος]] ὅτι ἐγίνωσκεν, Θουκ. 7. 44· ἀπ. ἐν μαρτυρίαις Ἀντιφῶν 117. 11· [[ἐπειδὰν]] γνῶσιν ἀπιστούμενοι, οὐ φιλοῦσι τοὺς ἀπιστοῦντας Ξεν. Κύρ. 7. 2, 17: ― ἀλλὰ πρὸ πάντων, 2) [[μετὰ]] δοτ., χρησμῷ… Ἡρόδ. 1. 158, Θουκ. 8. 83, Πλάτ. κτλ.: οὕτω, πῶς ἀπιστήσω λόγοις; Σοφ. Φ. 1350· ἀπ. τῇ ἑαυτῶν ξυνέσει Θουκ. 3. 37, πρβλ. 6. 86· ἀπ. τινί τι, δὲν [[πιστεύω]] τινὰ εἴς τι, Ἡρόδ. 3. 122· τινὶ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 4. 96. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., οὐδέν σ’ ἀπιστῶ καὶ δὶς οἰμῶξαι, [[οὐδόλως]] [[ἀμφιβάλλω]] ὅτι..., Σοφ. Αἴ. 940· ἀπ. μὴ γενέσθαι τι, [[ἀμφιβάλλω]] ἂν ἠδύνατο νὰ ἔχῃ οὕτω, Θουκ. 1. 10· πρβλ. 2. 101, 4. 40, Πλάτ. Πολιτικ. 1. 301C: ― οὕτω καὶ ἀπ. μὴ ἢ μὴ οὐ γένηταί τι, [[ὑποπτεύω]] ὅτι θὰ γείνῃ ἢ δὲν θὰ γείνῃ τι (ὡς τὸ φοβοῦμαι), Πλάτ. Πολ. 555A, Μένων 89D· ἀπ. πῶς... ὁ αὐτ. Φαίδων 73B· ἀπ. εἰ... Ἀνθ. Πλαν. 52, Φίλων 2. 555: ― Παθ., τὸ [[ἐπιτήδευμα]] ἀπιστεῖται μὴ δυνατὸν [[εἶναι]], δὲν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι [[εἶναι]] δυνατόν, Πλάτ. Νόμ. 839C, πρβλ. Χαρμ. 168Ε, κὰι οὕτω τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὴν λέξιν ἐν Ἡροδ. 3.15· εἰ δὲ καὶ ἠπιστήθη μὴ πολυπρηγμονεῖν, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε κατ’ [[αὐτοῦ]] [[ὑποψία]] ὅτι ἠδύνατο νὰ παράσχῃ πράγματα, ― ἀλλὰ τὸ ἠπιστήθη [[ἐνταῦθα]] ἔπρεπεν [[ἴσως]] νὰ θεωρηθῇ ὡς ἀνῆκον εἰς τὸ [[ἐπίσταμαι]], ἴδε ἑρμηνευτάς. 4) ἀπολ., εἶμαι [[δύσπιστος]], [[ἀμφιβάλλω]], Ἡρόδ. 8 94· νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν Ἐπίχ. 119, Ahr.· ἐπί τινι Φίλων 2. 92. ΙΙ. = [[ἀπειθέω]], δὲν [[ὑπακούω]], [[παρακούω]], τινὶ Ἡρόδ. 6.108 ([[ἔνθα]] ἴδε Βαλκν.), ἐν ταύτη δὲ τῇ σημασίᾳ ἡ [[λέξις]] ἦτο συνηθεστέρα παρ’ Ἀττ., Αἰσχύλ. Πρ. 640, Σοφ. Ἀντ. 381, Τρ. 1183, Πλάτ. Ἀπολ. 29C, κ. ἀλλ.: ― ἀπολ., εἶμαι [[παρήκοος]], τοῖς ἀπιστοῦσι τάδε, εἰς τὰ πράγματα [[ταῦτα]], Σοφ. Ἀντ. 219, πρβλ. 656· ἢν δ’ ἀπιστῶσι, ἐὰν δὲ ἀρνῶνται νὰ συμμορφωθῶσιν, Εὐρ. Ἱκ. 389, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 941C. ΙΙΙ. τὸ σῶμ’ οὐκ ἀπιστήσω χθονί, ὅ ἐ. δὲν θὰ διστάσω νὰ τὸ παραδώσω εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 1024, πρβλ. Λυσ. 188. 39.
}}
}}