Anonymous

ὁδοιπορία: Difference between revisions

From LSJ
6_23
(13_3)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0293.png Seite 293]] ἡ, die Wanderung, Reise; ὁδοιπορίην ποιεῖσθαι, Her. 2, 29; plur., 8, 118; Xen. Cyr. 1, 2, 10 Oec. 20, 18; oft bei Sp., wie Hdn., Antiphil. 5 (VI, 199).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0293.png Seite 293]] ἡ, die Wanderung, Reise; ὁδοιπορίην ποιεῖσθαι, Her. 2, 29; plur., 8, 118; Xen. Cyr. 1, 2, 10 Oec. 20, 18; oft bei Sp., wie Hdn., Antiphil. 5 (VI, 199).
}}
{{ls
|lstext='''ὁδοιπορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ὁδοιπορία]], «ταξεῖδι», [[δρόμος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85, Ἱππ. Ἀγμ. 762· ὁδ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 10, κτλ.· σημαίνειν [[μέτρον]] ὁδοιπορίας Συλλ. Ἐπιγρ. 525· - ἰδίως [[ὁδοιπορία]], «ταξῖδι» διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διὰ θαλάσσης ([[πλοῦς]]), Ἡρόδ. 8. 118, ἐν τῷ πληθ.
}}
}}