3,274,919
edits
(13_5) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] άδος, ἡ ([[λείβω]]), das Tröpfelnde, Rinnende, Naß, der Quell, λιβάσιν ὑδρηλαῖς παρθένου πηγῆς μέτα, Aesch. Pers. 605; vom Flusse, σὰν λιπὼν ἱερὰν λιβάδα, Soph. Phil. 1200; πιδακόεσσα [[λιβάς]], Eur. Andr. 116 u. öfter, wie bei sp. D., λιβάδες κρηναῖαι, Antiphil. 39 (IX, 599). – Von Thränen, δακρύων λιβάδες, Eur. I. T. 1106. S. auch [[λίψ]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] άδος, ἡ ([[λείβω]]), das Tröpfelnde, Rinnende, Naß, der Quell, λιβάσιν ὑδρηλαῖς παρθένου πηγῆς μέτα, Aesch. Pers. 605; vom Flusse, σὰν λιπὼν ἱερὰν λιβάδα, Soph. Phil. 1200; πιδακόεσσα [[λιβάς]], Eur. Andr. 116 u. öfter, wie bei sp. D., λιβάδες κρηναῖαι, Antiphil. 39 (IX, 599). – Von Thränen, δακρύων λιβάδες, Eur. I. T. 1106. S. auch [[λίψ]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λῐβάς''': -άδος, ἡ, (√ΛΙΒ, [[λείβω]], πρβλ. λίψ)· ― πᾶν ὅ,τι καταπίπτει ἢ στάζει, ἰδίως [[πηγή]], [[ῥύαξ]], Σοφ. Φιλ. 1215, Εὐρ. Ἀνδρ. 116, 534· πρβλ. [[νυμφαῖος]]· στάσιμον [[ὕδωρ]], Βαβρ. 24. 6· ― ἐν τῷ πληθ., ῥυάκια, λιβάσιν ὑδρηλαῖς... πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 613· δακρύων λιβάδες, ῥύακες δακρύων, Εὐρ. Ι. Τ. 1106· γάλακτος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1735· ― τὸ [[ὄνομα]] λιβάδες ἐδίδετο εἰς λιμνάζοντα ὕδατα συναγόμενα ἐκ βροχῆς, ὑπόνομοι λ. Στράβ. 379, πρβλ. Γεωπ. 2. 6, 14· τοιαύτη δὲ [[ἑλώδης]] γῆ ἐκαλεῖτο γῆ λιβάζουσα [[Πολυδ]]. Α΄, 238. | |||
}} | }} |