Anonymous

περιβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_6b)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0569.png Seite 569]] (s. [[βαίνω]]), umschreiten, umgehen od. darüber ausschreiten, treten, bes. zum Schutz, um zu vertheidigen; absolut, Il. 8, 331. 13, 420. 14, 424; ἃς περὶ Πατρόκλῳ βαῖνε, 17, 6, was man als Tmesis hierherzieht; – c. gen., οὐδ' ἔτλη περιβῆναι ἀδελφειοῦ κταμένοιο, Il. 5, 21; c. dat., Ἱπποθόῳ περιβάντα, 17, 313; vgl. Ael. N. A. 3, 46. 6, 62 u. s. [[ἀμφιβαίνω]] u. [[περί]], – Uebertr. sagt Soph. τῷ δ' ἀθλίας ἄσημα περιβαίνει βοῆς, Ant. 1194, Schol. περιστοιχίζεται, es umtönt sein Ohr, wo Nichts zu ändern ist; [[περί]] τι, Ar. Lys. 979, im obscönen Sinne; vgl. Plut. Lacon. apophth. p. 188, κάλαμον περιβεβηκὼς ὥςπερ ἵππον, mit ausgespreizten Beinen umfaßt halten, darüberstehen (vgl. [[περιβάδην]]); so Ael. V. H. 12, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0569.png Seite 569]] (s. [[βαίνω]]), umschreiten, umgehen od. darüber ausschreiten, treten, bes. zum Schutz, um zu vertheidigen; absolut, Il. 8, 331. 13, 420. 14, 424; ἃς περὶ Πατρόκλῳ βαῖνε, 17, 6, was man als Tmesis hierherzieht; – c. gen., οὐδ' ἔτλη περιβῆναι ἀδελφειοῦ κταμένοιο, Il. 5, 21; c. dat., Ἱπποθόῳ περιβάντα, 17, 313; vgl. Ael. N. A. 3, 46. 6, 62 u. s. [[ἀμφιβαίνω]] u. [[περί]], – Uebertr. sagt Soph. τῷ δ' ἀθλίας ἄσημα περιβαίνει βοῆς, Ant. 1194, Schol. περιστοιχίζεται, es umtönt sein Ohr, wo Nichts zu ändern ist; [[περί]] τι, Ar. Lys. 979, im obscönen Sinne; vgl. Plut. Lacon. apophth. p. 188, κάλαμον περιβεβηκὼς ὥςπερ ἵππον, mit ausgespreizten Beinen umfaßt halten, darüberstehen (vgl. [[περιβάδην]]); so Ael. V. H. 12, 15.
}}
{{ls
|lstext='''περιβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. περιέβην, Ἐπίκ. περίβην. Βαίνω, [[περί]], ἐπὶ τοῦ ὑπερασπίζοντος πεσόντα σύντροφον, ἢ βαίνω, περὶ αὐτόν, ἢ [[μᾶλλον]] ὡς τὸ [[ἀμφιβαίνω]], ἵσταμαι περὶ αὐτόν, ἀλλὰ θέων περίβη καὶ οἱ [[σάκος]] ἀμφεκάλυψε Ἰλ. Θ. 331., Ν. 420, πρβλ. Πλουτ. Νικίαν 12· [[μετὰ]] γεν., περιβῆναι ἀδελφειοῦ κταμένοιο Ἰλ. Ε. 21· καὶ [[μετὰ]] δοτ., Πατρόκλῳ περιβὰς Ρ. 80. 313, ἴδε [[αὐτόθι]] 6. καὶ 137· ὡς δὲ [[κύων]] .. [[περί]] σκυλάκεσσι βεβῶσα Ὀδ. Υ. 14, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1039 οὕτω, περὶ τρόπιος βεβαῶτα Ὀδ. Ε. 130· πρβλ. περὶ Β. Ι. 2. 2) [[ἱππεύω]], «[[καβαλλικεύω]]», καὶ περιβάντα Νισαῖον ἵππον ἡγεῖσθαι Πλουτ. Πύρρ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 213E· εἰς ἵππον Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἅρματος· οἱ περιβεβηκότες, οἱ ἐπὶ τῶν ἐλεφάντων ὀχούμενοι, Διόδ. 17. 88, πρβλ. [[περιβάδην]]· - ἐπὶ τῆς ἄρρενος καμήλου, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5 2. 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 979. ΙΙ. ἐπὶ ἤχου, περιηχῶ εἰς τὰ ὦτά τινος, περιβομβῶ, τινὶ Σοφ. Ἀντ. 1209· πρβλ. [[περιάγνυμι]].
}}
}}