Anonymous

κακοχρήσμων: Difference between revisions

From LSJ
6_6
(7)
 
(6_6)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kakoxrh/smwn
|Beta Code=kakoxrh/smwn
|Definition=Dor. κακοχράσμων, ον, gen. ονος, (Χράομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">difficult to live with</b>, v.l. for [[κακοφράσμων]], <span class="bibl">Theoc.4.22</span>, cf. Sch.ad loc.</span>
|Definition=Dor. κακοχράσμων, ον, gen. ονος, (Χράομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">difficult to live with</b>, v.l. for [[κακοφράσμων]], <span class="bibl">Theoc.4.22</span>, cf. Sch.ad loc.</span>
}}
{{ls
|lstext='''κακοχρήσμων''': Δωρ. -χράσμων, ον, ([[χράομαι]]) μεθ’ οὗ δυσκόλως δύναταί τις νὰ συζῇ, [[δύστροπος]], ἢ κατ’ ἄλλους, ἄπορος, κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος, «ἢ ὁ [[ταῦρος]], ὁ τοῦ Λαμπριάδου [[δηλονότι]]... ἀντὶ τοῦ κακὸς εἰς τὸ χρῆσθαι αὐτῷ τινα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 4. 22· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ: [[κακοφράδμων]] ἐκ τοῦ Κώδικος Harl., παρατηρῶν ὅτι ὁ Θεόκριτος μεταχειρίζεται τοὺς τύπους χρῆσθαι καὶ [[χρῆμα]], κτλ., οὐχὶ δὲ χρᾶσθαι καὶ χρᾶμα.
}}
}}