Anonymous

ἰθαγενής: Difference between revisions

From LSJ
6_7
(13_6a)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1245.png Seite 1245]] ές, p. ἰθαιγενής, ές, – 1) gerad-, ebeubürtig, d. i. in rechtmäßiger Ehe erzeugt, Od. 14, 201 ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε [[μήτηρ]] [[παλλακίς]]· [[ἀλλά]] με [[ἶσον]] ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα, dem vorangehenden [[γνήσιος]] entsprechend; [[γνήσιος]] ἐξ ἰθαιγενέων πατέρων Alex. Aetol. 5, 2; – [[νότος]], ζέφυρος, Arist. Meteorl. 2, 6, die gerade aus Süd, West wehen. – 21 = [[αὐτόχθων]], Aesch. Pers. 298 Her. 6, 53 u. Sp.; auch = von selbst entstanden, von Natur, οὐκ ἰθαγενέα στόματα τοῦ Νείλου, ἀλλ' ὀρυκτά Her. 2, 17; einheimisch, Strab. VII, 326. Ueber die Schreibung vgl. Lob. zu Phryn. p. 648.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1245.png Seite 1245]] ές, p. ἰθαιγενής, ές, – 1) gerad-, ebeubürtig, d. i. in rechtmäßiger Ehe erzeugt, Od. 14, 201 ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε [[μήτηρ]] [[παλλακίς]]· [[ἀλλά]] με [[ἶσον]] ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα, dem vorangehenden [[γνήσιος]] entsprechend; [[γνήσιος]] ἐξ ἰθαιγενέων πατέρων Alex. Aetol. 5, 2; – [[νότος]], ζέφυρος, Arist. Meteorl. 2, 6, die gerade aus Süd, West wehen. – 21 = [[αὐτόχθων]], Aesch. Pers. 298 Her. 6, 53 u. Sp.; auch = von selbst entstanden, von Natur, οὐκ ἰθαγενέα στόματα τοῦ Νείλου, ἀλλ' ὀρυκτά Her. 2, 17; einheimisch, Strab. VII, 326. Ueber die Schreibung vgl. Lob. zu Phryn. p. 648.
}}
{{ls
|lstext='''ἰθᾱγενής''': ὲς (ῑθ), Ἐπικ. ἰθαιγ-, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 648· ([[ἰθύς]], γένος): - γεγεννημένος ἐκ νομίμου γάμου, [[νόμιμος]], [[ἀλλά]] με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα [[ἔνθα]] τό ι [[εἶναι]] βραχὺ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, μὲ ἐτίμα ὡς τούς γνησίους υἱούς του, λεγόμενον παρὰ νόθου, Ὀδ. Ξ. 203, πρβλ. Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 21. 2., 14. 3· [[οὕτως]], ἐπί ἔθνους, ἐκ τοῦ ἀρχαίου γένους, [[γνήσιος]], ὡς τὸ [[αὐτόχθων]], ἀντίθετον τῷ [[ἔπηλυς]], ἰθ. Αἰγύπτιοι Ἡρόδ. 6. 53, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 306· [[οὕτως]], ἰθ. [[κύημα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἔκτρωμα]], Ἱππ. 618, 654. 11· ἐπί τινων ἐκ τῶν στομάτων τοῦ Νείλου, [[φυσικός]], ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχων, ἀντίθετον τῷ [[ὀρυκτός]], οὐκ ἰθαγενέα στόματα Νείλου, ἀλλ’ ὀρυκτὰ Ἡρόδ. 2. 17· ἰθ. [[νότος]], ζέφυρος, [[γνήσιος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 12· ἰθ. [[χρυσίον]] Κλήμ. Ἀλ. 342.
}}
}}