3,274,916
edits
(13_3) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0288.png Seite 288]] ἡ, = οἴα, Schaaffell, Poll. 7, 62. S. auch ὤα. ἡ, auch ὄη u. οἴη, der Sperberbaum, sorbus, seine Frucht, ὄον, Sperber- od. Arlesbeeren, Theophr., Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0288.png Seite 288]] ἡ, = οἴα, Schaaffell, Poll. 7, 62. S. auch ὤα. ἡ, auch ὄη u. οἴη, der Sperberbaum, sorbus, seine Frucht, ὄον, Sperber- od. Arlesbeeren, Theophr., Diosc. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὄᾱ''': (Α), ἡ, τὸ [[δένδρον]] «σουρβιά», καὶ «σουρδουλιά», Λατ. sorbus, Θεόφρ., κτλ.· - ὄᾱ φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ Ἀττ. [[τύπος]], ἴδε Ἡσύχ., Ruhnk εἰς Τίμ. ἐν λ. ὄα· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφ. τοῦ Θεοφρ. [[μεγάλως]] ποικίλλουσιν: ὄη ἀπαντᾷ ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 10., 3. 12, 9· ὄα εν 2. 7, 7· οἴη ἐν 3. 15, 4, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 4· οὖα ἐν π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 5. ΙΙ. ὁ [[καρπὸς]] ἐκαλεῖτο ὄον, τό, τὸ «σοῦρβον» καὶ «σούρδουλον», Λατ. sorbum, [[ὅπερ]] ἐσχίζετο καὶ ἐτίθετο εἰς ἅλμην πρὸς χρῆσιν, Πλάτ. Συμπ. 190D, Διοσκ. 1. 173· - παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν ὠά, παρὰ δὲ τῷ Διοσκ. οὖα, ὁ [[δεύτερος]] δὲ [[οὗτος]] [[τύπος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 360, 22, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2. | |||
}} | }} |