Anonymous

ἰχθυάω: Difference between revisions

From LSJ
6_1
(13_3)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1275.png Seite 1275]] <b class="b2">fischen</b>; ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od. 4, 368, vgl. 12, 95; Hes. Sc. 209; sp. D., Opp. Hal. 1, 426; auch med., Lycophr. 46.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1275.png Seite 1275]] <b class="b2">fischen</b>; ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od. 4, 368, vgl. 12, 95; Hes. Sc. 209; sp. D., Opp. Hal. 1, 426; auch med., Lycophr. 46.
}}
{{ls
|lstext='''ἰχθυάω''': ([[ἰχθὺς]]) [[ἁλιεύω]], ψαρεύω, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ Ἐπικ. ἐνεστ. καὶ παρατ., ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 368· - μετ’ αἰτ., [[αὐτοῦ]] δ’ ἰχθυάᾳ… δελφῖνας, ψαρεύει, Μ 95, πρβλ. Ὀππ. Ἀλ. 1. 426· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Λυκόφρ. 46. ΙΙ. [[παίζω]] (ὡς ἰχθύς). δελφῖνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες Ἠσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210. ΙΙΙ. Παθ., ἰχθυώμενος ἄρτος (συνήθ. γραφ. [[ἀργός]]), κατεσκευασμένος μετ’ ἰχθύων, Ὡραπόλ. 1. 14.
}}
}}