Anonymous

ἀλυκτάζω: Difference between revisions

From LSJ
6_1
(c1)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0110.png Seite 110]] ([[ἀλύω]]), in Unruhe, Angst sein, Her. 9, 70.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0110.png Seite 110]] ([[ἀλύω]]), in Unruhe, Angst sein, Her. 9, 70.
}}
{{ls
|lstext='''ἀλυκτάζω''': (ἴδε ἐν λ. [[ἀλύω]]), μόνον κατὰ παρατ., εἶμαι ἐν θλίψει, Ἡρόδ. 9. 70. Τύπος τις ἀλυκτέω ἀναφέρεται παρ’ Ἡσυχ., ἐν Α. Β. 385. 13, Ἐτυμ. Μ. καὶ Σουΐδ. καὶ οὕτω διωρθώθη ἐν Ἱππ. 592. 36 ἀντὶ ἀλύει ὑπὸ τοῦ Littré (8. 30) ἐκ χειρογρ. καὶ τοῦ Ἐρωτ.: [[ὡσαύτως]] ἀόρ. μετοχ. ἀλυκτήσας μετ’ ἐνεργ. σημασίας, «ἀπειλήσας, θουρυβήσας», Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. Ἐκ τούτου τοῦ ῥήματος παράγεται τὸ Ἐπικὸν [[ἀλαλύκτημαι]], ὃ ἴδε.
}}
}}