Anonymous

ἀναδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ
6_1
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0186.png Seite 186]] (s. [[διδάσκω]]), 1) umlehren, eines Bessern belehren, Her. 4, 95; pass., 8, 63; Plat. Hipp. mai. 301 d; Ar. Plut. 563; bei Philostr. [[δρᾶμα]], ein Drama von neuem u. verändert aufführen. Auch = simplex, Thuc. 3, 97. 8, 86 u. Sp. – 2) λόγια, auslegen, deuten, Ar. Equ. 1040.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0186.png Seite 186]] (s. [[διδάσκω]]), 1) umlehren, eines Bessern belehren, Her. 4, 95; pass., 8, 63; Plat. Hipp. mai. 301 d; Ar. Plut. 563; bei Philostr. [[δρᾶμα]], ein Drama von neuem u. verändert aufführen. Auch = simplex, Thuc. 3, 97. 8, 86 u. Sp. – 2) λόγια, auslegen, deuten, Ar. Equ. 1040.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναδῐδάσκω''': (ἴδε [[διδάσκω]]), [[διδάσκω]] ἄλλως ἢ διὰ τρόπου καλλιτέρου, Λατ. dodocere, ἂν ὡς..., Ἡρόδ. 4. 95, πρβλ. Θουκ. 3. 97., 8. 86· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]] = [[διδάσκω]], ὁ αὐτ. 1. 32: - Παθ., διδάσκομαι καλλίτερα, [[μανθάνω]], ὅτι ... Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301D: [[μανθάνω]] καλλίτερα πράγματα, [[μεταβάλλω]] γνώμην, ἀναπείθομαι, Ἡρόδ. 8. 63: [[μανθάνω]] ἐκ νέου ἢ ἐξ ἀρχῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 2. 9, 1. ΙΙ. ἀναδ. [[δρᾶμα]], [[μεταβάλλω]] δρᾶμά τι καὶ τὸ παρουσιάζω ἐκ νέου ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Βλωμφ. προοίμ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. σελ. ΧΧΙΙ. 2) [[ἑρμηνεύω]], ἐξηγῶ, λόγια ἀν. τινά, εἴς τινα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1045, κτλ., πρβλ. Πλοῦτ. τοῦ [[αὐτοῦ]] 563.
}}
}}