3,277,637
edits
(13_5) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0948.png Seite 948]] τό, wie [[στόμα]], 1) die Mündung, πόντου, Aesch. Pers. 855. – 2) das Zugespitzte, Geschärfte, Gehärtete, σιδήρου, die Härte des gestählten Eisens, das Stählen des Eisens, Daimach. bei St. B. v. [[Λακεδαίμων]]; neben [[βαφή]], Plut. Lyc. 9 Gryll. 4 g. E. – Auch der Hammerschlag, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0948.png Seite 948]] τό, wie [[στόμα]], 1) die Mündung, πόντου, Aesch. Pers. 855. – 2) das Zugespitzte, Geschärfte, Gehärtete, σιδήρου, die Härte des gestählten Eisens, das Stählen des Eisens, Daimach. bei St. B. v. [[Λακεδαίμων]]; neben [[βαφή]], Plut. Lyc. 9 Gryll. 4 g. E. – Auch der Hammerschlag, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στόμωμα''': τό, ([[στομόω]]) ὡς τὸ [[στόμα]] ΙΙ, Πόντου Αἰσχύλ. Πέρσ. 878. ΙΙ. ([[στομόω]] ΙΙΙ) [[σίδηρος]] ἐσκληρυμμένος [[ὥστε]] νὰ δύνηται νὰ ἀκονηθῇ καὶ ὀξυνθῇ, χαλυβδικόν στ., [[σίδηρος]] σκληρυνθείς εἰς χάλυβα, Κρατῖν. ἐν «Χείρ.» 14, πρβλ. Πλούτ. 2. 326Β· σιδήρου τὸ [[στόμωμα]], ἡ σκλήρυνσις τοῦ σιδήρου εἰς χάλυβα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 9, Πλούτ. 2. 625Β, πρβλ. 510F, 625C, 693Α· ὄξει διαπύρου σιδήρου στ. κατασβέσαι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 9. 2) λεπὶς στομώματος, λεπὶς ἐκτινασσομένη ἀπὸ τοῦ σφυρηλατουμένου σιδήρου Λατ. squama ferri, Διοσκ. 5. 90· [[στόμωμα]] μόνον, Πλιν. Ν. Η. 34. 25, Ὀρειβάσ., κλπ. 3) μεταφορ., ἐπὶ στρατοῦ (πρβλ. acies), στ. δυνάμεως Διόδ. 19. 30· - [[ἐντεῦθεν]], στ. εἰς μάχην ἡ [[ἀρχή]] Πλουτ. Φλαμ. 2· - [[ὡσαύτως]], στ. τοῦ οἴνου ὁ αὐτ. 2. 692D· τῆς ἀνδρείας 988D. | |||
}} | }} |