3,277,121
edits
(b) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1329.png Seite 1329]] τό, = Vorigem, Orph. Arg. 963. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1329.png Seite 1329]] τό, = Vorigem, Orph. Arg. 963. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χάλκανθον''': τό, [[διάλυσις]] χαλκίτιδος ἢ κυανῆς στυπτηρίας (θειικοῦ χαλκοῦ, «γαλαζοπέτρας») χρησιμεύουσα ὡς [[μέλαν]] πρὸς γραφὴν καὶ ὡς βαφὴ δερμάτων τῶν ὑποδηματοποιῶν, Λατ. chalcanthum, Διοσκ. 5. 114, Πλίν. 34. 32. ― ἀλλ’ ἀμφότεροι οἱ συγγραφεῖς φαίνεται ὅτι συνέχεαν τὸν θειικὸν χαλκὸν (κυανοῦν) πρὸς τὸν θειικὸν [[σίδηρον]] (πράσινον) ὡς καὶ παρὰ τοῖς νεωτέροις τὸ [[ὄνομα]] βιτριόλιον (vitriol) ἐδόθη εἰς ἀμφότερα· ― [[ὡσαύτως]] χάλκανθος, ὁ καὶ ἡ, Γαλην.· καὶ χαλκανθές, τό, Στράβ. 163, 648. ― Ἐπίθ. χαλκανθώδης, ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[χάλκανθον]], Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασίῳ 279 Matth. ― Δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέωμεν τοῦτο πρὸς τὸ χαλκοῦ [[ἄνθος]], ἴδε ἐν λ. χαλκὸς ΙΙΙ. | |||
}} | }} |