Anonymous

ἀμφισβητέω: Difference between revisions

From LSJ
6_20
(13_7_2)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0143.png Seite 143]] (-[[βαίνω]]), impf. ἠμφισβήτουν, Andoc. 1, 27 Lys. 1, 29; ἠμφεσβήτει, Bekk. Plat. Menex. 242 d Dem. 39, 19; aor. ἠμφεσβήτησα, Plat. Gorg. 479 d; Dem. 27, 15; perf. ἠμφεσβήτηκα, ibid. 23; aor. pass. ἠμφισβητήθην, Isaeus 8, 44; Plat. Polit. 276 b; ἀμφισβητήσεται ist pass. Theaet. 171 b; – in den Meinungen auseinander gehen, vgl. ἀμφὶς φράζεσθαι, widersprechen, Her. 4, 14; von ἐρίζειν unterschieden, Plat. Prot. 337 a. – Von Plato an sehr häufig, bes. bei den Rednern. 1) im Widerspruch mit Jemandem, dagegen behaupten, Ggstz von [[ὁμολογέω]], mit darauf folgendem acc. c. inf., z. B. Pla Gorg. 452 c; Dem. 19, 19, u. so οὐκ ἠμφεσβήτησε μὴ ἔχειν, er leugnete den Besitz nicht, 27, 15; vgl. Lys. 23, 13 u. Plat. Hipp. min. 269 d οὐκ ἀμφ. μὴ οὐχὶ σὲ εἶναι σοφώτερον; häufiger noch ὡς, z. B. ὡς οὐ γνώσεται Charm. 169 e; Parm. 135 a; ὅτι, Conv. 215 b; auch der bloße acc., wie ἓν [[τουτί]] Gorg. 472 d; τἀληθῆ Men. 242 d; dah. geradezu bezweifeln, τὴν πραγμάτων ἰσότητα, Arist. – 2) streiten, rechten, [[πρός]] τινα Plat. Soph. 246 b; πρὸς ἓν [[ῥῆμα]], gegen, um ein Wort rechten, Dem. 34, 33; häufiger τινί, z. B. Phaedr. 263 a; Is. 8, 27; οἱ ἀμφισβητοῦντες, die Processirenden, Arist. rhet 1, 1. – Der Gegenstand des Streites wird mit dem gen. ausgedrückt, ἡμῖν τοῦ σίτου, Dem. 32, 9, streitet mit uns über das Getreide; vgl. Plat. Polit. 279 a; Polyb. 2, 71, 7; τινὶ [[περί]] τινος Plat. Polit. 268 a; τινὶ [[ὑπέρ]] τινος Polyb. 1. 71, 5; [[περί]] τι Plat. Menex. 237 c. – 3) Anspruch auf etwas machen, τινός, τοῦ εὐφρονεῖν Isocr. 5, 82; τῆς ἡγεμονίας 4, 20; τῆς ἀρχῆς Dem. 39, 19. – Auch im pass. nicht selten; [[πρᾶγμα]] ἀμφισβητούμενον u. τὰ ἀμφισβητούμενα, streitige Sachen, Punkte, Isocr. 5, 3; Thuc. 6, 10 u. öfter Polyb., z. B. 1, 68. 80; ἀμφισβητεῖται ἔκ τινος Plat. Theaet. 171 d, von Einem bezweifelt werden; ἀμφισβητεῖται [[περί]] τινος, es wird worüber gestritten, Rep. V, 457 e; [[περί]] τι Soph. 225 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0143.png Seite 143]] (-[[βαίνω]]), impf. ἠμφισβήτουν, Andoc. 1, 27 Lys. 1, 29; ἠμφεσβήτει, Bekk. Plat. Menex. 242 d Dem. 39, 19; aor. ἠμφεσβήτησα, Plat. Gorg. 479 d; Dem. 27, 15; perf. ἠμφεσβήτηκα, ibid. 23; aor. pass. ἠμφισβητήθην, Isaeus 8, 44; Plat. Polit. 276 b; ἀμφισβητήσεται ist pass. Theaet. 171 b; – in den Meinungen auseinander gehen, vgl. ἀμφὶς φράζεσθαι, widersprechen, Her. 4, 14; von ἐρίζειν unterschieden, Plat. Prot. 337 a. – Von Plato an sehr häufig, bes. bei den Rednern. 1) im Widerspruch mit Jemandem, dagegen behaupten, Ggstz von [[ὁμολογέω]], mit darauf folgendem acc. c. inf., z. B. Pla Gorg. 452 c; Dem. 19, 19, u. so οὐκ ἠμφεσβήτησε μὴ ἔχειν, er leugnete den Besitz nicht, 27, 15; vgl. Lys. 23, 13 u. Plat. Hipp. min. 269 d οὐκ ἀμφ. μὴ οὐχὶ σὲ εἶναι σοφώτερον; häufiger noch ὡς, z. B. ὡς οὐ γνώσεται Charm. 169 e; Parm. 135 a; ὅτι, Conv. 215 b; auch der bloße acc., wie ἓν [[τουτί]] Gorg. 472 d; τἀληθῆ Men. 242 d; dah. geradezu bezweifeln, τὴν πραγμάτων ἰσότητα, Arist. – 2) streiten, rechten, [[πρός]] τινα Plat. Soph. 246 b; πρὸς ἓν [[ῥῆμα]], gegen, um ein Wort rechten, Dem. 34, 33; häufiger τινί, z. B. Phaedr. 263 a; Is. 8, 27; οἱ ἀμφισβητοῦντες, die Processirenden, Arist. rhet 1, 1. – Der Gegenstand des Streites wird mit dem gen. ausgedrückt, ἡμῖν τοῦ σίτου, Dem. 32, 9, streitet mit uns über das Getreide; vgl. Plat. Polit. 279 a; Polyb. 2, 71, 7; τινὶ [[περί]] τινος Plat. Polit. 268 a; τινὶ [[ὑπέρ]] τινος Polyb. 1. 71, 5; [[περί]] τι Plat. Menex. 237 c. – 3) Anspruch auf etwas machen, τινός, τοῦ εὐφρονεῖν Isocr. 5, 82; τῆς ἡγεμονίας 4, 20; τῆς ἀρχῆς Dem. 39, 19. – Auch im pass. nicht selten; [[πρᾶγμα]] ἀμφισβητούμενον u. τὰ ἀμφισβητούμενα, streitige Sachen, Punkte, Isocr. 5, 3; Thuc. 6, 10 u. öfter Polyb., z. B. 1, 68. 80; ἀμφισβητεῖται ἔκ τινος Plat. Theaet. 171 d, von Einem bezweifelt werden; ἀμφισβητεῖται [[περί]] τινος, es wird worüber gestritten, Rep. V, 457 e; [[περί]] τι Soph. 225 b.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμφισβητέω''': παρατ. ἠμφισβήτουν ἢ ἠμφεσβ-: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠμφισβήτησα ἢ ἠμφεσβ-: - Παθ., μέλλ. κατὰ μέσ. τύπον -ήσομαι Πλάτ. Θεαίτ. 171Β: ἀόρ. ἠμφισβητήθην ἢ ἠμφεσβ-. Περὶ τῆς ἁπλῆς ἢ διπλῆς αὐξήσεως, ὡς πρὸς τὴν ὁποίαν τὰ ἄριστα χειρόγραφα τοῦ [[αὐτοῦ]] συγγραφέως ποικίλλουσιν, ἴδε Veitch Ἑλλ. Ρήματα ἐν λ. Ρῆμα τῆς Ἀττ. πεζογρ. δὶς ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ὑπὸ τὴν Ἰων. μορφὴν [[ἀμφισβατέω]], πρβλ. Ἐπιγρ. Πριήν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2985Β. 6, Μυτιλ. [[αὐτόθι]] 2166. 20. (Ἐκ τῆς √ΒΑ, ἴδε βαίνω). [[Κατὰ]] λέξιν [[ὑπάγω]] χωριστά, ἵσταμαι χωριστά, διίσταμαι, ἑπομ. = διαφωνῶ [[πρός]] τινα, ὁ [[ἕτερος]] τῶν λόγων, τῷ πρότερον λεχθέντι ἀμφ. Ἡρόδ. 9. 74. β) ἀπολ. διαφωνῶ, φιλονεικῶ, συζητῶ, [[ἐρίζω]], διαφέρομαι, Λατ. altercari, ὁ αὐτ. 4. 14, καὶ Ἀττ. [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 4. 38, Ἰσοκρ. 44D, Πλάτ. Πρωτ. 337Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 73. 5 καὶ ἀλλ.: ὑπέρ τινος Ἀντιφῶν 124. 15· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 120 ἐν τέλ.: - οἱ ἀμφισβητοῦντες ἢ ἐρίζοντες, οἱ ἀντίδικοι ἐν δίκῃ. Δημ. 1175. 11, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 6 καὶ ἀλλ. 2) μ. δοτ. προσ., [[ἐρίζω]] ἢ συζητῶ [[πρός]] τινα, τινὶ Πλάτ. Φαῖδρος 263Α και ἀλλ.· τινὶ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολιτ. 268Α, Ἰσαῖος 44. 8, κτλ. 3) μ. γεν. πράγμ. = [[ἐρίζω]], φιλονεικῶ [[περί]] τινος, διά τι, τοῦ σίτου ἀμφ. ἡμῖν, πρὸς ἡμᾶς περὶ τοῦ σίτου, Δημ. 884. 26: [[ἐντεῦθεν]], ἔχω ἀξιώσεις ἐπί τινος, ἀντιποιοῦμαί τινος, τῶν οὐδὲν ὑμῖν προσηκόντων ὁ αὐτ. 165. 11· τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. 1000. 3· τῆς πολιτείας Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 8, 7, πρβλ. 3. 12, 7· [[τρία]] τὰ ἀμφισβητοῦντα τῆς ἰσότητος, [[τρία]] πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχουσιν ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς ἰσότητος, ὁ αὐτ. 4. 8, 9· τῆς μεσότητος ἀμφισβητεῖ τὰ [[ἄκρα]] ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 4, 4· - οὕτω καὶ ἀμφ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Πολιτ. 3. 13, 1. β) ὡς δικαν. ὅρος τοῦ Ἀττ. δικαίου, [[ἐγείρω]] ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς περιουσίας τεθνεῶτος ἢ ἐπὶ τῆς κηδεμονίας κληρονόμου, τοῦ κλήρου ἀμφ. Δημ. 1051. 22., 1092. 3· πρβλ. Ἰσαῖον 44. 8. κἑξ., Α. Β. 256. 13. 4) μ. αἰτ. πράγμ., διαφιλονεικῶ τι, εὑρίσκομαι ἐν ἀμφισβητήσει περὶ [[αὐτοῦ]], ἓν τουτὶ ἀμφισβητοῦμεν Πλάτ. Γοργ. 472D· οὐκ ἀληθῆ ἀμφ. ὁ αὐτ. Μενέξ. 242D: - οὕτω καὶ [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., ἴδε ἐν λ. [[ἀμφισβητητέον]]. 5) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[διισχυρίζομαι]] ὅτι, ἀμφ. [[εἶναι]] τι ὁ αὐτ. Γοργ. 452C, πρβλ. Δημ. 833. 6, κτλ.· [[οὕτως]], ἀμφ. ὅτι ἐστί τι Πλάτ. Συμπ. 215Β· οὕτω καὶ μετ’ ἀρνήσεως, [[ἐπιμένω]], [[διισχυρίζομαι]] ὅτι δὲν ἔχει οὕτω τὸ [[πρᾶγμα]], ἀμφ. μὴ [[εἶναι]] ἡδέα τὰ ἡδέα ὁ αὐτ. Φίληβ. 13Β· ἠμφισβήτει μὴ ἀληθῆ λέγειν ἐμὲ Δημ. 347. 8· οὕτω καί, ἀμφ. ως οὔκ ἐστί τι Πλάτ. Πολιτ. 476D καὶ ἀλλ.· ἀμφ. περὶ τούτων ὡς οὐ ... Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 10. 6) ἐν Αἰσχίν. 48. 1. (148) ὑπάρχει παίγνιόν τι ἐπὶ τῆς λέξεως, σὺ δὲ ἀμφισβητῶν ἀνὴρ [[εἶναι]], οὐ γάρ ἂν τολμήσαιμι εἰπεῖν, ὡς [[ἀνήρ]] εἶ, ἐγράφης [[λιποταξίου]], [[διότι]] ἐτέθη εἰς τοιαύτην θέσιν [[ὥστε]] ὁ ἀκούσας αὐτὴν πρὶν ἀκούσῃ τὰ ἑπόμενα νὰ σχηματίσῃ τὴν ἐναντίαν ἰδέαν. ΙΙ. Παθ., εἶμαι τὸ ἀντικείμενον ἀμφισβητήσεως, ἀμφισβητοῦμαι, ἀμφισβητεῖταί τι Πλάτ. Πολιτ. 581Ε, κτλ.· ἢ ἀπροσ., ἀμφισβητεῖται [[περί]] τι ὁ αὐτ. Σοφ. 225Β· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολ. 457Ε· ἀμφισβητεῖται μή εἶναί τι, [[εἶναι]] φιλονεικούμενος, διαφιλονεικεῖται ὁ αὐτ. Πολιτ. 276Β· ὁ [[πολίτης]] ἀμφισβητεῖται, δηλ. ἡ [[λέξις]] [[πολίτης]] [[εἶναι]] [[ἀμφισβητήσιμος]], οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες [[εἶναι]] πολίτην κτλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 2: - τὰ ἀμφισβητούμενα. = τὰ ἀμφισβητήματα, Θουκ. 6. 10., 7. 18, Ἰσοκρ. 44C, Πλάτ. Νόμ. 641D, κτλ.
}}
}}