Anonymous

τρόπις: Difference between revisions

From LSJ
1,197 bytes added ,  5 August 2017
6_10
(13_6a)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1152.png Seite 1152]] ἡ, ep. gen. τρόπιος, später τρόπιδος, auch τρόπεως, der <b class="b2">Schiffskiel</b>; Od. 12, 421 u. öfter; auch [[τρόπις]] [[νεός]], 7, 252. 19, 278; Her. 2, 96; Eur. Hel. 418; sp. D., wie Bass. 5 u. Antiphil. 1 (IX, 289. 415); Ap. Rh. 4, 1244; – das Schiff selbst, Soph. frg. 151; – τρόπεις θέσθαι, den Kiel legen, ein Schiff zu bauen anfangen, Plut. Demetr. 43; – übh. Grundlage, Anfang, λέγε νῦν ἀνύσας τι τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, Ar. Vesp. 30. – Vgl. [[τροπιδεῖον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1152.png Seite 1152]] ἡ, ep. gen. τρόπιος, später τρόπιδος, auch τρόπεως, der <b class="b2">Schiffskiel</b>; Od. 12, 421 u. öfter; auch [[τρόπις]] [[νεός]], 7, 252. 19, 278; Her. 2, 96; Eur. Hel. 418; sp. D., wie Bass. 5 u. Antiphil. 1 (IX, 289. 415); Ap. Rh. 4, 1244; – das Schiff selbst, Soph. frg. 151; – τρόπεις θέσθαι, den Kiel legen, ein Schiff zu bauen anfangen, Plut. Demetr. 43; – übh. Grundlage, Anfang, λέγε νῦν ἀνύσας τι τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, Ar. Vesp. 30. – Vgl. [[τροπιδεῖον]].
}}
{{ls
|lstext='''τρόπις''': ἡ, γεν. τρόπεως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· Ἰων. γεν. τρόπιος Ὅμηρ., Ἡρόδ.· δοτ. τρόπιδι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 388· αἰτ. τρόπιν Ὀρφ. Ἀργ. 273· πληθ. τρόπεις· ([[τρέπω]])· - ἡ «καρῖνα» πλοίου, «τρόπεις... τὰ ξύλα τὰ διήκοντα ἀπὸ πρῴρας εἰς πρύμναν, ἐξ ὧν οἱ γόμφοι καὶ τὰ ἄλλα ἤρτηνται» Α. Β. 307, 9· τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα Ὀδ. Ε. 150, Μ. 421, κλπ.· αὐτὰρ ἐγὼ τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν [[νέος]] ἀμφιελίσσης [[ἐννῆμαρ]] φερόμην Ὀδ. Η. 252, Τ. 278, Ἡρόδ. 2. 96· καὶ ποιητ., ὡς παρὰ Λατ. carina, = [[ναῦς]], [[πλοῖον]], Σοφ. Ἀποσπ. 151· τρόπεις θέσθαι Πλουτ. Δημήτρ. 43, πρβλ. [[τροπιδεῖον]]· - μεταφορ., λέγε νῦν τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, δηλ. τὴν [[ἀρχήν]], Ἀριστοφ. Σφ. 30.
}}
}}