Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀκέλλω: Difference between revisions

From LSJ
6_22
(13_6a)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0315.png Seite 315]] = [[κέλλω]], bes. τὰς ναῦς, Schiffe auf den Strand treiben, scheitern lassen, δεινὸς [[κλύδων]] ὤκειλε ναῦν πρὸς γῆν, Eur. I. T. 1379; Her. 8, 84; τὸν [[ἑαυτοῦ]] κυβερνήτην ἀναγκάσας ὀκεῖλαι τὴν ναῦν, Thuc. 4, 12; allgemeiner, Nic. Ther. 295, τὸν πλόον ὀκέλλει, treibt, nimmt den Lauf; – auch intr., τῶν νεῶν πολλαὶ ὀκέλλουσι καὶ ἐκπίπτουσι, Xen. An. 7, 5, 12, stranden; komisch Ar. Ach. 1123; – übertr., ὤκειλεν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾶς σωφροσύνης, er ging über, Ath. VI, 274 e; κακὸν ἐς ἀνήκεστον, Aret.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0315.png Seite 315]] = [[κέλλω]], bes. τὰς ναῦς, Schiffe auf den Strand treiben, scheitern lassen, δεινὸς [[κλύδων]] ὤκειλε ναῦν πρὸς γῆν, Eur. I. T. 1379; Her. 8, 84; τὸν [[ἑαυτοῦ]] κυβερνήτην ἀναγκάσας ὀκεῖλαι τὴν ναῦν, Thuc. 4, 12; allgemeiner, Nic. Ther. 295, τὸν πλόον ὀκέλλει, treibt, nimmt den Lauf; – auch intr., τῶν νεῶν πολλαὶ ὀκέλλουσι καὶ ἐκπίπτουσι, Xen. An. 7, 5, 12, stranden; komisch Ar. Ach. 1123; – übertr., ὤκειλεν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾶς σωφροσύνης, er ging über, Ath. VI, 274 e; κακὸν ἐς ἀνήκεστον, Aret.
}}
{{ls
|lstext='''ὀκέλλω''': ὡς τὸ [[κέλλω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1159, Ξεν.: παρατ. ὤκελλον Ἡρόδ.: ἀόρ. ὤκειλα· - ναυτικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει, Ι. μεταβ. ἐπὶ ναυτῶν, [[ῥίπτω]] τὸ [[πλοῖον]] εἰς τὴν ξηράν, τὰς νῆας Ἡρόδ. 8. 84, Θουκ. 4. 11· ἐπὶ κύματος, Εὐρ. Ι. Τ. 1379 2) πλόον [[ὀκέλλω]], [[διευθύνω]] τὸν πλοῦν, Νικ. Θ. 295· ἔτι καὶ στίβον ὀκ. [[αὐτόθι]] 321. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ πλοίου, [[πίπτω]] εἰς τὴν ξηράν, «πέφτω ἔξω», Θουκ. 2. 91., Ξεν. Ἀν. 7. 5, 12· οὕτω μεταφ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1159, πρβλ. Ἀθήν. 274F· - Λέξις πεζογραφικὴ ἀπαντῶσα [[ἅπαξ]] παρ’ Εὐρ.· ὁ ἀρχαιότερος καὶ ποιητικὸς [[τύπος]] [[εἶναι]] [[κέλλω]], ὃ ἴδε.
}}
}}