3,258,334
edits
(13_5) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0206.png Seite 206]] Soph. Tr. 638 ch. fem. ἀναρσία, nicht zusammenpassend (ἄρω); daher widerstrebend, feindselig, ἀνάρσιοι ἄνδρες Od. 10, 459. 11, 401. 408. 24, 111; δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι 14, 85; Iliad. 24, 365 οἵ τοι δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι ἐγγὺς ἔασιν; Aesch. Ag. 497, l. d.; Soph. Trach. 850; von Sachen, [[πρῆγμα]], ein widriger Vorfall, Her. 3, 10. 5, 89. 90. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0206.png Seite 206]] Soph. Tr. 638 ch. fem. ἀναρσία, nicht zusammenpassend (ἄρω); daher widerstrebend, feindselig, ἀνάρσιοι ἄνδρες Od. 10, 459. 11, 401. 408. 24, 111; δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι 14, 85; Iliad. 24, 365 οἵ τοι δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι ἐγγὺς ἔασιν; Aesch. Ag. 497, l. d.; Soph. Trach. 850; von Sachen, [[πρῆγμα]], ein widriger Vorfall, Her. 3, 10. 5, 89. 90. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνάρσιος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, Σοφ. Τρ. 642: (ἄρω, ἄρσιος): - ὁ μὴ ἁρμόζων, [[ἀνάρμοστος]], ἄτοπος: [[ἐντεῦθεν]], 1) ἐπὶ προσώπων, [[ἐχθρικός]], δυσοίωνος, [[ἀπαίσιος]], ἄσπονδος, δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι Ἰλ. Ω. 365, Ὀδ. Ξ. 85· ὅσ’ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ’ ἐπὶ χέρσου Ὀδ. Κ. 459, Λ. 401, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ. ἦσθ’ [[ἀνάρσιος]] (κοιν. γραφ. ἦλθες), ἐπὶ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 511· ἀνάρσιοι, ἐχθροί, πολέμιοι, Σοφ. Τρ. 853· [[οὕτως]], ἀν. καναχὰ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[θεία]] μοῦσα, [[αὐτόθι]] 642. ΙΙ. ἐπὶ συμβεβηκότων, [[δυσχερής]], [[παράδοξος]], [[τερατώδης]], ἀνάρσια πρήγματα πεπονθέναι Ἡροδ. 1. 114, πρβλ. 9. 37· οὐδὲν ἀνάρσιον [[πρῆγμα]] συνηνείχθη 3. 10., 5. 89, 90· δεινόν τε καὶ ἀνάρσιον ἐποιέετο [τὸ [[πρῆγμα]]] 9.110. - Ἐπ. καὶ Ἰων. λέξ. ἀπαντῶσα δὶς ἢ τρὶς καὶ παρὰ Τραγικοῖς. | |||
}} | }} |