Anonymous

τάλαντον: Difference between revisions

From LSJ
6_21
(13_7_2)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1064.png Seite 1064]] τό, 1) die <b class="b2">Waage</b>, im plur. auch die Waagschaalen; χρύσεια πατὴρ τίταινε τάλαντα, Il. 8, 69. 22, 209, wie γνῶ γὰρ Διὸς ἱρὰ τάλαντα, 16, 658; ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα [[Ζεύς]], 19, 223, vgl. 12, 433, ὥςτε τάλαντα γυνὴ [[χερνῆτις]] [[ἀληθής]], ἥτε σταθμὸν ἔχουσα καὶ [[εἴριον]] ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα; also immer im plur., wie Aesch. τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσοῤῥόπῳ τύχῃ, Pers. 338, der auch den sing. hat, ζυγὸν ταλάντου, Suppl. 803; Ar. Ran. 796; sp. D., τάλαντα δίκης, Diotim. 2 (VI, 267); τύχης σφαλεροῖσι ταλάντοις, Agath. prooem. – 2) das Gewogene, u. zwar – a) ein bestimmtes Gewicht; bei Hom. stets vom Golde, [[ἕκαστος]] χρυσοῖο [[τάλαντον]] ἐνείκατε τιμήεντος, Od. 8, 393, sonst im plur., χρυσοῦ δὲ στήσας [[δέκα]] πάντα τάλαντα, Il. 19, 247. 24, 232 u. öfter, Od. 4, 129; χρύσεια τάλαντα, Theocr. 8, 53; auch ἀργυρίου τάλαντα, Her. 7, 28; – später in Griechenland ein wirkliches Handelsgewicht, 53 Pfund 22 Loth 2 Quentchen, in Alexandria aber 125 Pfund betragend. So kommt es zuerst bei Her. 2, 180. 6, 97 vor. – b) eine bestimmte, jenem Gewicht ursprünglich entsprechende Geldsumme, deren Werth zu verschiedenen Zeiten u. in den verschiedenen griechischen Staaten verschieden war; das attische Talent, das gebräuchlichste, welches gewöhnlich gemeint ist. wenn keine bes. Bestimmung dabei steht, betrug 60 Minen, 1375 Thlr.; vgl. über die andern Boeckh Ath. Staatsh. I p. 15 ff.; Ar. u. in Prosa überall. – c) das Zugewogene, Zugetheilte, vom Schicksal Verhängte, vgl. Jac. A. P. p. 945.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1064.png Seite 1064]] τό, 1) die <b class="b2">Waage</b>, im plur. auch die Waagschaalen; χρύσεια πατὴρ τίταινε τάλαντα, Il. 8, 69. 22, 209, wie γνῶ γὰρ Διὸς ἱρὰ τάλαντα, 16, 658; ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα [[Ζεύς]], 19, 223, vgl. 12, 433, ὥςτε τάλαντα γυνὴ [[χερνῆτις]] [[ἀληθής]], ἥτε σταθμὸν ἔχουσα καὶ [[εἴριον]] ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα; also immer im plur., wie Aesch. τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσοῤῥόπῳ τύχῃ, Pers. 338, der auch den sing. hat, ζυγὸν ταλάντου, Suppl. 803; Ar. Ran. 796; sp. D., τάλαντα δίκης, Diotim. 2 (VI, 267); τύχης σφαλεροῖσι ταλάντοις, Agath. prooem. – 2) das Gewogene, u. zwar – a) ein bestimmtes Gewicht; bei Hom. stets vom Golde, [[ἕκαστος]] χρυσοῖο [[τάλαντον]] ἐνείκατε τιμήεντος, Od. 8, 393, sonst im plur., χρυσοῦ δὲ στήσας [[δέκα]] πάντα τάλαντα, Il. 19, 247. 24, 232 u. öfter, Od. 4, 129; χρύσεια τάλαντα, Theocr. 8, 53; auch ἀργυρίου τάλαντα, Her. 7, 28; – später in Griechenland ein wirkliches Handelsgewicht, 53 Pfund 22 Loth 2 Quentchen, in Alexandria aber 125 Pfund betragend. So kommt es zuerst bei Her. 2, 180. 6, 97 vor. – b) eine bestimmte, jenem Gewicht ursprünglich entsprechende Geldsumme, deren Werth zu verschiedenen Zeiten u. in den verschiedenen griechischen Staaten verschieden war; das attische Talent, das gebräuchlichste, welches gewöhnlich gemeint ist. wenn keine bes. Bestimmung dabei steht, betrug 60 Minen, 1375 Thlr.; vgl. über die andern Boeckh Ath. Staatsh. I p. 15 ff.; Ar. u. in Prosa überall. – c) das Zugewogene, Zugetheilte, vom Schicksal Verhängte, vgl. Jac. A. P. p. 945.
}}
{{ls
|lstext='''τάλαντον''': τό, (ἴδε ἐν τέλει)· ζύγι, «ζυγαριά», Ζεύς... τὸ τ. ἐπιρρέπει [[ἄλλοτε]] ἄλλως Θέογν. 157Β· ζυγὸν ταλάντου Αἰσχύλ. Ἱκ. 823· ταλάντῳ [[μουσικὴ]] σταθμήσεται Ἀριστοφ. Βάτρ. 797· - ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας παρ’ Ὁμήρῳ καὶ πλείστοις ἄλλοις συγγραφεῦσι μόνον ἐν τῷ πληθ., οἱονεὶ [[ζεῦγος]] πλαστίγγων, ἔχον [[ὥστε]] τάλαντα [[γυνή]]..., ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα Ἰλ. Μ. 433· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν πλαστίγγων ἐν αἷς ἐζύγιζον τὰς τύχας τῶν ἀνθρώπων, χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα Θ. 69, Χ. 209· γνῶ γὰρ Διὸς ἱρὰ τάλαντα Π. 658· ἐπὶ κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς, δηλ. [[ὅταν]] ἐπιφέρῃ μεταβολὴν εἰς τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, Τ. 223· - οὕτω παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς, τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 346, κλπ. ΙΙ. πᾶν τὸ ζυγιζόμενον, 1) ὡρισμένον τι βάρος, [[τάλαντον]], ἀεὶ ἐπὶ χρυσοῦ παρ’ Ὁμ., [[δέκα]] χρυσοῖο τάλαντα Ἰλ. Ι. 122· δύω χρυσ. τ. Σ. 507· [[δέκα]] πάντα τάλ., «[[δέκα]] ὅλα [[ὁμοῦ]]», Τ. 247, Ω. 232· χρυσοῦ... εὐεργέος ἑπτὰ τ. Ὀδ. Ι. 202· χρυσοῖο [[τάλαντον]]... τιμήεντος Θ. 393. - Δὲν ἔχομεν διδόμενα πρὸς καθορισμὸν τοῦ βάρους τοῦ Ὁμηρικοῦ ταλάντου· ἀλλὰ κρίνοντες ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν [[μεγάλη]] [[ποσότης]] χρυσοῦ θὰ ὑπῆρχεν ἐὰν τὸ [[τάλαντον]] εἶχε [[περίπου]] τὸ βάρος [[ὅπερ]] ἐσήμαινεν [[ὕστερον]] (ἴδε κατωτ.) καὶ ἐκ τῆς τάξεως τῶν βραβείων ἐν Ἰλ. Ψ. 262 κἑξ. ([[ἔνθα]] δύο τάλαντα χρυσοῦ φέρονται ὡς ἔχοντα κατωτέραν ἀξίαν λέβητος) εἰκάζομεν ὅτι τὸ βάρος τοῦτο πιθανῶς δὲν ἦτο μέγα· τοιαύτην γνώμην φαίνεται ὅτι εἶχε καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, ἴδε Ἀποσπ. 138. 2) ἐν τοῖς μεθ’ Ὅμηρον συγγραφεῦσι τὸ [[τάλαντον]] καὶ αἱ ὑποδιαιρέσεις [[αὐτοῦ]] ἦσαν καὶ βάρη ἢ σταθμὰ ὡρισμένα χρήσιμα εἰς τὸ [[ἐμπόριον]] (διαφέροντα δὲ κατὰ τὰ διάφορα συστήματα), καὶ ποσότητες χρηματικαὶ ἃς ἐδήλουν τὰ βάρη [[ταῦτα]] εἰς χρυσὸν ἢ εἰς ἄργυρον, ἐν ᾧ τὰ ὀνόματα στατὴρ καὶ δραχμὴ [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ὀνόματα χρυσῶν καὶ ἀργυρῶν νομισμάτων. Τὰ βάρη ἢ σταθμὰ [[ταῦτα]] εἶχον τὴν ἀρχὴν αὐτῶν ἐξ Ἀσίας. α) δύο σταθμὰ ὑπῆρχον ἐν τῷ Περσικῷ κράτει ἐπὶ Δαρείου τοῦ Ὑστάσπου, [[ἅπερ]] ὁ Ἡρόδ. (3. 89) καλεῖ τὸ Βαβυλώνιον καὶ τὸ Εὐβοϊκὸν [[τάλαντον]], καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἦν ἐν χρήσει πρὸς στάθμησιν ἀργύρου, τὸ δὲ δεύτερον χρυσοῦ· ὁ δὲ [[λόγος]] ὁ μεταξὺ τοῦ Βαβυλωνίου καὶ Εὐβοϊκοῦ ἦν ὡς 4 : 3. Ἑκάτερον διῃρεῖτο εἰς τρισχιλίους στατῆρας (ἴδε στατὴρ ΙΙ)· περὶ τῆς ἑρμηνείας καὶ τῆς ἀναγκαίας διορθώσεως τοῦ Ἡροδ. 3. 89, ἴδε Mommsen Röm. Münzw. σ. 22 κἑξ. Ha’ sch Griech. u. Röm. Metrologie σελ. 276. β) Τὸ Βαβυλώνιον [[τάλαντον]] ἀναφαίνεται ἐν Ἑλλάδι (ηὐξημένον πως κατὰ τὸ βάρος) ὡς τὸ Αἰγινητικὸν [[τάλαντον]] ἀργύρου, [[ὅπερ]] [[μετὰ]] τῶν ὑποδιαιρέσεων εἰς 60 μνᾶς καὶ 6000 δραχμὰς ἦν τὸ σύνηθες [[τάλαντον]] κατὰ τοῦς χρόνους τῆς ἀκμῆς ἐν ταῖς πλείσταις τῶν Ἑλληνικῶν [[πόλεων]] καὶ ἐν Ἀθήναις πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Σόλωνος. Ὁ Σόλων ἠλάττωσε τὰ Ἀττικὰ σταθμὰ καὶ νομίσματα ὑποκαταστήσας ἀντὶ τοῦ Αἰγινητικοῦ ταλάντου ἕτερον [[τάλαντον]] ἀργύρου κατὰ τὸ βάρος ἴσου πρὸς τὸ Εὐβοϊκὸν [[τάλαντον]] χρυσοῦ, [[ὥστε]] (κατὰ Πλούτ. ἐν Σόλ. 15) ἡ νέα μνᾶ τῶν 100 νέων δραχμῶν περιεῖχεν 73 μόνον παλαιὰς δραχμάς. Τὰ πρότερα σταθμὰ καὶ νομίσματα ἐξηκολούθουν νὰ [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν τῷ [[μετὰ]] τῶν ξένων ἐμπορίῳ, ὡρίσθη δὲ ὑπὸ τοῦ Ἀττικοῦ νόμου τὸ βάρος τῆς ἐμπορικῆς μνᾶς (περιεχούσης 100 δραχμὰς Αἰγινητικὰς) ὡς = 138 νέαις Ἀττικαῖς δραχμαῖς, ἴδε Hultsch, σ. 138 κἑξ. Τὸ βάρος τοῦ Ἀττικοῦ ταλάντου ([[μετὰ]] Σόλωνα) ἦτο [[περίπου]] 26 χιλιόγρ. καὶ 200 γραμμάρια, τῆς δὲ δραχμῆς [[περίπου]] γραμμάρια 4,37· τὸ δὲ βάρος τοῦ Αἰγινητικοῦ ἦτο [[περίπου]] 37 χιλιόγρ. καὶ 230 γραμμ., τῆς δὲ δραχμῆς [[περίπου]] γραμμάρια 6, 15. Ἡ [[ἀξία]] τοῦ Σολωνείου ταλάντου θὰ ἦτο χρυσῶν φράγκων 5044. Ὁ Ἡρόδ. τὸ χρηματικὸν [[τάλαντον]] καλεῖ τάλ. ἀργυρίου, 7. 28· ἡ δὲ [[φράσις]] αὕτη ἀπαντᾷ [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττικοῖς, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 1· [[ὡσαύτως]], χίλια τάλαντα νομίσματος Αἰσχίν. 51. 24 Πλούτ. - Ἐν ἐπιγραφαῖς τὰ τ, ττ, τττ, δηλοῦσιν 1 2, 3 τάλαντα. (Ἂν καὶ τὸ [[ὄνομα]] [[εἶναι]] Ἑλληνικὸν (ἴδε *[[τλάω]]), τὸ βάρος [[αὐτοῦ]] ὡς καὶ ἡ μνᾶ φαίνεται ὅτι ἦσαν Βαβυλώνια τὴν [[ἀρχήν]], Böckh Metrol. Unters. σ. 32 κἑξ.). - Ἴδε Κόντου Παντοῖα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΖ΄, σ. 300.
}}
}}