3,277,306
edits
(13_5) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0289.png Seite 289]] 1) wieder gerade machen, μαχαίρας καμπτομένας Pol. 2, 33; übertr., χέρας δεσμοῖς, mit Fesseln zurückdrehen, fesseln, Soph. Ai. 72; wieder aufrichten, herstellen, τοὺς Ῥωμαίων χρόνους πρὸς τοὺς Ἑλληνικούς, die römische Zeitrechnung nach der griechischen einrichten, Dion. Hal. 1, 87. – 2) lenken, Ὀρέστην δεῦρο [[μολεῖν]] Aesch. Ag. 1652; πόλιν Soph. O. R. 104; oft Prosa, ἐκ πρύμνης Plat Critia 109 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0289.png Seite 289]] 1) wieder gerade machen, μαχαίρας καμπτομένας Pol. 2, 33; übertr., χέρας δεσμοῖς, mit Fesseln zurückdrehen, fesseln, Soph. Ai. 72; wieder aufrichten, herstellen, τοὺς Ῥωμαίων χρόνους πρὸς τοὺς Ἑλληνικούς, die römische Zeitrechnung nach der griechischen einrichten, Dion. Hal. 1, 87. – 2) lenken, Ὀρέστην δεῦρο [[μολεῖν]] Aesch. Ag. 1652; πόλιν Soph. O. R. 104; oft Prosa, ἐκ πρύμνης Plat Critia 109 c. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπευθύνω''': ποιῶ τι εὐθὺ [[πάλιν]] «[[ἰσάζω]]», πάντα ὀρθὰ… ἀπευθύνουσα Πλάτ. Τίμ. 71D· ἀπευθῦναι τῷ ποδὶ τὰς καμπτομένας μαχαίρας Πολύβ. 2. 33, 3· καὶ μετ’ ἄλλης σημασ., σὲ τὸν τὰς… χέρας δεσμοῖς ἀπευθύνοντα, δένοντα [[ὀπίσω]] (πρβλ. [[παρευθύνω]]), Σοφ. Αἴ. 72. 2) ὁδηγῶ ὀρθῶς, [[διευθύνω]], δεῦρ’ ἀπ. [[μολεῖν]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1667· ἀπευθύνει δὲ βροτῶν τούς τ’ ἀγνωμοσύναν τιμῶντας, διορθώνει, κολάζει, κοιν. «ἰσάζει», Εὐρ. Βάκχ. 884· ἐκ πρύμνης ἀπευθύνοντες [[οἷον]] οἴακι, διευθύνοντες, Πλάτ. Κριτί. 109C· οὕτω, πλήκτροις ἀπ. τρόπιν Σοφ. Ἀποσπ. 151· πρὶν σὲ τήνδ’ ἀπευθύνειν πόλιν, πρὶν σὺ γείνῃς [[κυβερνήτης]] ταύτης τῆς πόλεως (ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ), ὁ αὐτ. Ο. Τ. 104· ἀπ. τὰ κοινὰ Αἰσχίν. 76. 13· κλήρῳ ἀπευθύνων εἰς τὰς διανομὰς αὐτὴν [τὴν ἰσότητα], ἐπανορθῶν, ἀποκαθιστῶν αὐτήν, Πλάτ. Νόμ. 757Β, πρβλ. Πολιτικ. 282Ε· ἀπ. τι [[πρός]] τι, [[προσαρμόζω]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 12, 6, πρβλ. Λουκ. Εἰκ. 12: ταῖς συλλαβαῖς ἀπ. τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11. ΙΙ. τὸ ἀπευθυσμένον (ἐνν. [[ἔντερον]]), Λατ. intestinum rectum, Γαλην. 2. 573 κτλ. | |||
}} | }} |