Anonymous

ὁλοσχερής: Difference between revisions

From LSJ
6_8
(13_6b)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0327.png Seite 327]] ές ([[σχερός]]), ganz vollständig, VLL. erkl. [[τέλειος]], [[ὁλόκληρος]]; [[ἀνήρ]], Soph. frg. 708; Theocr. 25, 110. Oft bei Pol. = das Ganze betreffend,<b class="b2"> hauptsächlich, wichtig</b>, [[ἔγκλιμα]] 1, 19, 11, [[κρίσις]] 1, 57, 5, [[ἀγών]] 11, 16, 6, φόβοι 1, 73, 7, περιστάσεις 17, 15, 2, u. sonst; τὸ ὁλοσχερέστατον [[μέρος]], der wichtigste, größte Theil, 5, 37, 8; adv., τοὺς βαρβάρους ὁλοσχερῶς ἐκβάλλειν, 1, 11, 7; ὁλοσχερέστερον ἐπιτρέπειν τινί, Einem das Ganze übergeben, 5, 68, 2; auch ὁλοσχερῶς διακεῖσθαι [[πρός]] τι, ganz auf Etwas versessen sein, vulg. Isocr. 5, 135; ὁλοσχερῶς κόπτειν, θλάσαι, grob zerstoßen, Diosc.; ὡς ἂν ὁλοσχερέστερον εἴποι τις, S. Emp. pyrrh. 1, 31, der auch ὁ ὁλ. καὶ ἐν πλάτει [[χρόνος]] dem ὁ κατ' ἀκρίβειαν entgegstzt, adv. astrol. 64; das adv. wird aus Diphil. citirt B. A. 110, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0327.png Seite 327]] ές ([[σχερός]]), ganz vollständig, VLL. erkl. [[τέλειος]], [[ὁλόκληρος]]; [[ἀνήρ]], Soph. frg. 708; Theocr. 25, 110. Oft bei Pol. = das Ganze betreffend,<b class="b2"> hauptsächlich, wichtig</b>, [[ἔγκλιμα]] 1, 19, 11, [[κρίσις]] 1, 57, 5, [[ἀγών]] 11, 16, 6, φόβοι 1, 73, 7, περιστάσεις 17, 15, 2, u. sonst; τὸ ὁλοσχερέστατον [[μέρος]], der wichtigste, größte Theil, 5, 37, 8; adv., τοὺς βαρβάρους ὁλοσχερῶς ἐκβάλλειν, 1, 11, 7; ὁλοσχερέστερον ἐπιτρέπειν τινί, Einem das Ganze übergeben, 5, 68, 2; auch ὁλοσχερῶς διακεῖσθαι [[πρός]] τι, ganz auf Etwas versessen sein, vulg. Isocr. 5, 135; ὁλοσχερῶς κόπτειν, θλάσαι, grob zerstoßen, Diosc.; ὡς ἂν ὁλοσχερέστερον εἴποι τις, S. Emp. pyrrh. 1, 31, der auch ὁ ὁλ. καὶ ἐν πλάτει [[χρόνος]] dem ὁ κατ' ἀκρίβειαν entgegstzt, adv. astrol. 64; das adv. wird aus Diphil. citirt B. A. 110, 18.
}}
{{ls
|lstext='''ὁλοσχερής''': -ές, ὡς τὸ [[ὁλόκληρος]], [[ὅλος]], [[ἀκέραιος]], [[πλήρης]], Λατ. integer, Ἱππ. 381. 54, Θεόκρ. 25. 210· [[παρατίθημι]] ὁλοσχερῆ ἄρνα Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 7· - ὁλ. ἀνὴρ ἐν Ἀποσπ. [[ἐσφαλμένως]] ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (708)· ὁλοσχερέστεραι δόξαι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 35. 2) ἀναφερόμενος εἰς τὸ σύνολον, [[σπουδαῖος]], [[μέγας]], [[συχν]]. παρὰ [[Πολυδ]]., ὁλ. [[κρίσις]], φόβοι, [[ἀγών]] 1. 57, 7, 73. 7, κτλ· ὁλοσχερεστέρα συμπλοκὴ 1. 40, 11· τὸ ὁλοσχερέστερον [[μέρος]] 3, 37, 8. 2) ὁλοκλήρως, ἐντελῶς, τελείως, Δίφιλ. ἐν «Ἑγκαλοῦσιν» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 4, Πολύβ. 1. 10, 1 κλ.· ὁλ. καὶ κατὰ [[κράτος]] λαβεῖν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 8· ὁλ. διακεῖσθαι [[πρός]] τι, εἶμαι ὁλοκλήρως δεδομένος εἴς τι, διαφ. γραφ. ἐν Ἰσοκρ. 109D· ὁλ. ἐπελθεῖν, ἐπιπολαίως, [[καθόλου]], γενικῶς, Λογγῖν. 43. 4.
}}
}}