3,274,873
edits
(13_6a) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0329.png Seite 329]] abirren machen, verschlagen, ὅν τινα ἀποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς [[πέλαγος]] μέγα τοῖον Od. 3, 320; μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο Iliad. 5, 567. Bes. pass., abgleiten, ἐὰν ἀποσφαλῇ Dem. 26, 3; Plut. Pericl. 13; verfehlen, nicht erlangen, φρενῶν Aesch. Prom. 470. vgl. Solon bei Plut. Sol. 14; γνώμης Pers. 384; ἐλπίδος Eur. I. A. 742; οὐσίας, ἀρετῆς, Plat. Legg. XII, 950 b; Xen. Cyr. 5, 2, 23; τῆς ἐπιβολῆς Pol. 4, 81. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0329.png Seite 329]] abirren machen, verschlagen, ὅν τινα ἀποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς [[πέλαγος]] μέγα τοῖον Od. 3, 320; μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο Iliad. 5, 567. Bes. pass., abgleiten, ἐὰν ἀποσφαλῇ Dem. 26, 3; Plut. Pericl. 13; verfehlen, nicht erlangen, φρενῶν Aesch. Prom. 470. vgl. Solon bei Plut. Sol. 14; γνώμης Pers. 384; ἐλπίδος Eur. I. A. 742; οὐσίας, ἀρετῆς, Plat. Legg. XII, 950 b; Xen. Cyr. 5, 2, 23; τῆς ἐπιβολῆς Pol. 4, 81. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποσφάλλω''': μέλλ. -σφᾰλῶ: ἀόρ. α΄ -έσφηλα: ― ἀποπλανῶ τῆς ὁδοῦ, ὅντινα πρῶτον ἀποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς [[πέλαγος]], «ἀποκρουσθῆναι καὶ ἀποσφαλῆναι ποιήσωσιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 320· μὴ τι πάθοι, μέγα δὲ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο, [[μήπως]] πάθῃ τι καὶ [[μεγάλως]] «ἀποσφαλῆναι καὶ ἀποτυχεῖν ποιήσῃ τοῦ ἔργου» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 567. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. καὶ κατ’ ἀόρ. β΄ ἀπεσφάλην [ᾰ], [[ἀποτυγχάνω]], τῆς ἐλπίδος Ἡρόδ. 6. 5· χάνω, ἀποσφαλεὶς φρενῶν Σόλων 25. 4, Αἰσχύλ. Πρ. 472· γνώμης ὁ αὐτ. Πέρσ. 392· οὐσίας τινὸς ἀπεσφαλμένος, ἠπατημένος ὡς πρὸς τὴν οὐσίαν, τὴν φύσιν τινός, Πλάτ. Νόμ. 950Β· δεν κατορθώνω νὰ φθάσω, Ἰταλίας Πλουτ. Πύρρ. 15: ― ἀπολ., [[λείπω]] ἢ ἐχάθην, Δημ. 801. 15· ἀποσφάλλεισθαι εἴς τι, ἀποπλανᾶσθαι, Πλούτ. 2. 392Β: ― ἡ κύρια [[σημασία]] [[εἶναι]] ὀλισθαίνω, ἀποσφαλεὶς ἐξ ὕψους, ἔπεσε, Πλουτ. Περ. 13. | |||
}} | }} |