Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναπάλλω: Difference between revisions

From LSJ
6_20
(13_6a)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0200.png Seite 200]] auf-, in die Höhe schwingen, [[ἔγχος]] ἀμπεπαλὼν προΐει Il. 3, 355 Od. 24, 522, nachdem er die Lanze rückwärts emvorgeschwungen; Ar. Ran. 1354 τὰ κῶλα ἀμπάλλετε, zum Tanz; aufregen, ἀνέπηλεν Μαινάδας ἐπὶ θῆρα τόνδε Eur. Bacch. 1188; aufschwingen, Plut. Galb. 27. – Med. u. pass., sich in die Höhe schwingen, aufspringen, ἀναπάλλεται [[ἰχθύς]] Il. 23, 692; [[ἀνέπαλτο]] 20, 424; vom Pferde, sich bäumen, 8, 85 (s. über diese Form Spitzner zur Il. Exc. XVI, der auch die Stellen der sp. D. anführt); die Formen ἀναπηλήσας, H. h. Merc. 41, u. ἀνεπήλατο, Mosch. 2, 109, sind zw.; – ἀναπαλείς hat Strab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0200.png Seite 200]] auf-, in die Höhe schwingen, [[ἔγχος]] ἀμπεπαλὼν προΐει Il. 3, 355 Od. 24, 522, nachdem er die Lanze rückwärts emvorgeschwungen; Ar. Ran. 1354 τὰ κῶλα ἀμπάλλετε, zum Tanz; aufregen, ἀνέπηλεν Μαινάδας ἐπὶ θῆρα τόνδε Eur. Bacch. 1188; aufschwingen, Plut. Galb. 27. – Med. u. pass., sich in die Höhe schwingen, aufspringen, ἀναπάλλεται [[ἰχθύς]] Il. 23, 692; [[ἀνέπαλτο]] 20, 424; vom Pferde, sich bäumen, 8, 85 (s. über diese Form Spitzner zur Il. Exc. XVI, der auch die Stellen der sp. D. anführt); die Formen ἀναπηλήσας, H. h. Merc. 41, u. ἀνεπήλατο, Mosch. 2, 109, sind zw.; – ἀναπαλείς hat Strab.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναπάλλω''': ποιητ. ἀμπάλλω: Ἐπ. ἀόρ. μετ. [[ἀμπεπαλών]]. Πάλλω, τῆδε κακεῖσε, ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον [[ἔγχος]], ἀφοῦ ἐκίνησε πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] τὸ [[δόρυ]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ῥίψῃ αὐτὸ [[μετὰ]] μείζονος δυνάμεως (καὶ εὐθυβολίας), Ἰλ. Γ. 355, κτλ.· ἀμπάλλειν κῶλα, κινεῖν [[τῇδε]] κακεῖσε τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος, τοῦτ’ ἔστιν ὀρχεῖσθαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1358· ἀνέπηλεν ἐπὶ θήρᾳ ... μαινάδας, παρώρμησεν, ἐξήγειρεν, Εὐρ. Βάκχ. 1190: - Μέσ., αἳ ... αἰθέρα ἀμπάλλεσθε, ἀνακινεῖτε αὐτὸν πετόμεναι, ὁ αὐτ. Ὀρ. 322: - Παθ., ἀνατινάσσομαι, ὡς δ’ ὅθ’ ὑπὸ φρικός ... ἀναπάλλεται ἰχθύς, ... ὥς πληγεὶς [[ἀνέπαλτο]] Ἰλ. Ψ. 692· - ἐκ τοῦ χωρίου τούτου ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ συγκεκομ. ἀόρ. [[ἀνέπαλτο]] (εὑρισκόμενος [[ὡσαύτως]] ἐν Ἰλ. Θ. 85, Υ. 424, Πινδ. Ο. 13. 102), πρέπει νὰ ἀποδοθῇ εἰς τοῦτο τὸ [[ῥῆμα]] καὶ οὐχὶ εἰς τὸ [[ἀνεφάλλομαι]] (πρβλ. τοὺς τύπους ἔκπαλτο, [[ἐνέπαλτο]], κατέπαλτο)· καὶ [[ὅμως]] Ἀπολλ. ὁ Ρόδ. φαίνεται ὅτι παρήγαγε τὸν ἐν λόγῳ τύπον ἐκ τοῦ δευτέρου τούτου ῥήματος, [[ἐπειδὴ]] μεταχειρίζεται τὴν μετοχὴν ἀνεπάλμενος (2. 825)· ὅσοι ἀναφέρουσι τὸν [[προκείμενον]] τύπον, ὡς ὁ Heyne, εἰς τὸ [[ἀνεφάλλομαι]], γράφουσιν αὐτὸν ἀνεπᾶλτο (πρβλ. [[ἐπᾶλτο]])· ἴδε Spitzn. Exc. XVI. ad II.: - Ὁ Μόσχ. 2. 109 ἔχει τὸν μέσ. ἀόρ. ἀνεπήλατο ([[ἔνθα]] [[ἄλλοτε]] ἀνεπίλνατο)· μετοχ. παθ. ἀόρ. ἀναπαλεὶς Στράβ. 379. ΙΙ. ἀναπάλλων, ὁ, σεισμὸς ἔχων κἰνησιν πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 31.
}}
}}