3,270,803
edits
(c1) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0219.png Seite 219]] τό, Mannsblut, Diosc., eine Pflanze, Hypericum montanum. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0219.png Seite 219]] τό, Mannsblut, Diosc., eine Pflanze, Hypericum montanum. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνδρόσαιμον''': τό, ([[αἷμα]]) φυτὸν ἐκβάλλον ἐρυθρὸν ὀπόν, [[εἶδος]] ἀγρίου πηγάνου, κοινῶς «λειχινόχορτον.» [[Κατὰ]] Διασκορίδην 3. 173, «[[θάμνος]] [[λεπτόκαρφος]], [[φρυγανώδης]], πεφοινιγμένος τὰ ῥαβδία, φύλλα τριπλασίονα τοῦ πηγάνου, ἃ τριφθέντα οἰνώδη χυλὸν ἀφίησι· [[καρπὸς]] ἐν κάλυκι [[ὅμοιος]] τῷ τῆς μελαίνης μήκονος, οἰονεὶ [[κατάγραφος]], ἀνατριφθεῖσα δὲ ἡ κόρμη ῥητινώδη ὀσμὴν ἀποδίδωσι.» | |||
}} | }} |