Anonymous

κομέω: Difference between revisions

From LSJ
1,015 bytes added ,  5 August 2017
6_12
(13_6a)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1477.png Seite 1477]] besorgen, <b class="b2">warten, pflegen</b>; Od. 6, 206; τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσι 17, 319; [[καί]] ῥα γέροντα [[ἐνδυκέως]] κομέεσκεν 24, 388, pflegte sorglich den Greis; – von Pferden, Il. 8, 109. 113; – σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε Od. 11, 249; – κύνα Hes. O. 602; – sp. D., wie Ap. Rh. 1, 780, εὖ κομέουσιν ἐδωδῇ ἀνέρας 2, 1015. – Verwandt mit [[κόμη]], comere, [[κομίζω]]. – S. auch [[κομάω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1477.png Seite 1477]] besorgen, <b class="b2">warten, pflegen</b>; Od. 6, 206; τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσι 17, 319; [[καί]] ῥα γέροντα [[ἐνδυκέως]] κομέεσκεν 24, 388, pflegte sorglich den Greis; – von Pferden, Il. 8, 109. 113; – σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε Od. 11, 249; – κύνα Hes. O. 602; – sp. D., wie Ap. Rh. 1, 780, εὖ κομέουσιν ἐδωδῇ ἀνέρας 2, 1015. – Verwandt mit [[κόμη]], comere, [[κομίζω]]. – S. auch [[κομάω]].
}}
{{ls
|lstext='''κομέω''': Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[κομάω]].<br />Ἰων. παρατ. κομέεσκον· ― Ἐπικ. [[ῥῆμα]], [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, ἐπιμελοῦμαί τινος, περιποιοῦμαι, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ ἵππου, τούτω μὲν θεράποντε κομείτων Θ. 109, πρβλ. 113, κτλ.· οὕτω, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 236· ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 310, 319, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 602· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ ἀνδρῶν, γέροντα [[ἐνδυκέως]] κομέεσκον Ὀδ. Ω. 390, πρβλ. Ζ. 207, κτλ.· καὶ ἐπὶ τέκνων, σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε Λ. 250· κούρην... κομέουσι τοκῆες Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 17. (πρβλ. [[κομίζω]], [[κομψός]], Λατ. comptus· ἐν συνθέτ. ἱπποκόμος.)
}}
}}