Anonymous

λευκάς: Difference between revisions

From LSJ
6_4
(13_1)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] άδος, ἡ, bes. fem. zu [[λευκός]], Nonn. – Als subst. eine Pflanze, Nic. Ther. 848; Diosc. – S. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] άδος, ἡ, bes. fem. zu [[λευκός]], Nonn. – Als subst. eine Pflanze, Nic. Ther. 848; Diosc. – S. nom. pr.
}}
{{ls
|lstext='''λευκάς''': -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ [[λευκός]], Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. γ΄, 20, κτλ.· [[πέτρα]] λ. Εὐρ. Κύκλ. 166· [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ἀκρωτήριον]] τῆς Ἠπείρου ἐκαλεῖτο Λευκάς, πρῶτον ἐν Ὀδ. Ω. 11. ΙΙ. [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἴδους, lamium, [[εἶναι]] δὲ δύο εἰδῶν, ἡ [[ἥμερος]] καὶ ἡ ὀρεινή, χρησιμεύουσι δὲ ἀμφότεραι ὡς [[ἀντιφάρμακον]] κατὰ τῶν ἰοβόλων καὶ [[μάλιστα]] τῶν θαλασσίων, Διοσκ. 3. 113, πρβλ. Νικ. Θ. 849.
}}
}}