Anonymous

μεταστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
6_14
(13_7_1)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0154.png Seite 154]] weg- u. wo anders hinwenden, umkehren; ἐκ χόλου – φίλον [[ἦτορ]], Il. 10, 107; νόον, 15, 52; u. mit dem Nebenbegriff strafender Vergeltung, μή τι μεταστρέψωσιν (θεοί) Od. 2, 67 (vgl. [[μετάτροπος]]); übh. verändern, den Sinn ändern, ἤ τι μεταστρέψεις, Il, 15, 203; ἑαυτὸν πρὸς τὸ μαλθακώτερον, Ar. Ran. 539. – Med. u. pass. sich umwenden, στῆ δὲ μεταστρεφθείς, Il. 11, 595. 15, 591. 17, 114, gegen den Feind; aber auch auf der Flucht vom Feinde ab, 8, 258. 11, 447; übh. verändern, ὁρᾷς τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη, Eur. Bacch. 1328; τὸ ψήφισμ' [[ὅπως]] μεταστραφείη, Ar. Ach. 511; χρὴ πάντας τοὺς λόγους ἄνω καὶ [[κάτω]] μεταστρέφοντα ἐπισκοπεῖν, hin u. her, ganz u. gar umwendend, Plat. Phaedr. 272 b, vgl. Theaet. 191 c ([[βίος]] ἄνω [[κάτω]] μεταστραφείς, Men. bei Stob. fl. 44, 3); μεταστρέψας, umgekehrt, Rep. IX, 587 d, vgl. Gorg. 456 e; Sp., νόον, Ap. Rh. 1, 808; Plut. – Im med. sich umkehren u. zu Einem hinwenden, ἐπὶ τὰ προειρημένα, Plat. Crat. 428, öfter; μεταστρεφόμενος ἀπῄει, Phaed. 116 d; μεταστραφήσεται, Rep. VII, 518 d; Xen. Cyr. 8, 3, 28. 30; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0154.png Seite 154]] weg- u. wo anders hinwenden, umkehren; ἐκ χόλου – φίλον [[ἦτορ]], Il. 10, 107; νόον, 15, 52; u. mit dem Nebenbegriff strafender Vergeltung, μή τι μεταστρέψωσιν (θεοί) Od. 2, 67 (vgl. [[μετάτροπος]]); übh. verändern, den Sinn ändern, ἤ τι μεταστρέψεις, Il, 15, 203; ἑαυτὸν πρὸς τὸ μαλθακώτερον, Ar. Ran. 539. – Med. u. pass. sich umwenden, στῆ δὲ μεταστρεφθείς, Il. 11, 595. 15, 591. 17, 114, gegen den Feind; aber auch auf der Flucht vom Feinde ab, 8, 258. 11, 447; übh. verändern, ὁρᾷς τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη, Eur. Bacch. 1328; τὸ ψήφισμ' [[ὅπως]] μεταστραφείη, Ar. Ach. 511; χρὴ πάντας τοὺς λόγους ἄνω καὶ [[κάτω]] μεταστρέφοντα ἐπισκοπεῖν, hin u. her, ganz u. gar umwendend, Plat. Phaedr. 272 b, vgl. Theaet. 191 c ([[βίος]] ἄνω [[κάτω]] μεταστραφείς, Men. bei Stob. fl. 44, 3); μεταστρέψας, umgekehrt, Rep. IX, 587 d, vgl. Gorg. 456 e; Sp., νόον, Ap. Rh. 1, 808; Plut. – Im med. sich umkehren u. zu Einem hinwenden, ἐπὶ τὰ προειρημένα, Plat. Crat. 428, öfter; μεταστρεφόμενος ἀπῄει, Phaed. 116 d; μεταστραφήσεται, Rep. VII, 518 d; Xen. Cyr. 8, 3, 28. 30; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μεταστρέφω''': μέλλ. -ψω· παθ. ἀόρ. -εστρέφθην Ἰλ., -εστράφην [ᾰ] Ἀττ. Ὡς καὶ νῦν, [[μεταστρέφω]], «γυρίζω», τῷ κε Ποσειδάων... [[αἶψα]] μεταστρέψειε νόον Ἰλ. Ο. 52· εἴ κεν Ἀχιλλεὺς ἐκ χόλου... μεταστρέψῃ φίλον [[ἦτορ]] Κ. 107· μετ. ἑαυτὸν πρὸς τὸ μαλθακώτερον Ἀριστοφ. Βάτρ. 538· τὸ [[πρόσωπον]] πρὸς τι Πλάτ. Συμπ. 190Ε. - Παθ., περιστρέφομαι, στρέφομαι [[πέριξ]], ἢ [[ὅπως]] ἀντιμετωπίσω τὸν ἐχθρόν, στῆ δὲ μεταστρεφθεὶς Ἰλ. Λ. 595., Ο. 591, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 211· ἢ [[ὅπως]] φύγω, τῷ δὲ μεταστρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν [[δόρυ]] πῆξεν Ἰλ. Θ. 258., Λ. 447· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]] στρέφομαι, στρέφομαι [[ὀπίσω]], Ἡρόδ. 3. 121, Πλάτ. Φαίδων 116D, κτλ.· στρέφομαι, «γυρίζω» ([[ὅπως]] ἴδω ἂν ἀκολουθῇ τις), Δημ. 585. 11, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 125. 2) [[διαστρέφω]], μεταστρέψαντα τὰς αἰτίας ἐγκαλεῖν καὶ διαβάλλειν Δημ. 1032. 1. 3) [[περιστρέφω]], μεταστρέφοντα τὸν λόγον βασανίζειν Πλάτ. Θεαίτ. 191C· [[ὡσαύτως]], μ. ἄνω καὶ [[κάτω]] ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 272Β· [[ἀνατρέπω]], μ. [[τύχη]] ἅπαντα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 14. - Παθ., τἄνω [[κάτω]] ὁ [[βίος]] μεταστραφεὶς Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 4. 4) διαστέφω, [[κάμνω]] κακὴν χρῆσιν, [[διαφθείρω]], δύναμιν Πλάτ. Πολ. 367Α. 5) [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 24, πρβλ. 3. 11, 6. - Παθ., ὁρᾷς γὰρ τἄμ’ ὅσῳ μετεστράφη, πῶς μετεβλήθη ἡ [[τύχη]] μου, Εὐρ. Βάκχ. 1330· τὸ ψήφισμ’ [[ὅπως]] μεταστραφείη Ἀριστοφ. Ἀχ. 537. 6) μ. τι [[ἀντί]] τινος, μεταχειρίζομαί τι ἀντὶ ἑτέρου, Πλάτ. Κρατ. 418C. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέφομαι πρὸς [[ἄλλην]] διεύθυνσιν, [[μεταβάλλω]] τὸν τρόπον μου, ἦ τι μεταστρέψεις; Ἰλ. Ο. 203· μετοχ. ἀορ. μεταστρέψας, [[τοὐναντίον]], τἀνάπαλιν, οἱ δὲ μεταστρέψαντες χρῶνται τῇ ἰσχύϊ καὶ τῇ τέχνῃ οὐκ ὀρθῶς Πλάτ. Γοργ. 456Ε, Πολ. 587D. 2) στρέφομαι πρὸς τιμωρίαν ἢ ἐκδίκησιν, ἐπὶ τῶν θεῶν, μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα Ὀδ. Β. 67· πρβλ. [[μετάτροπος]] 2. 3) [[μετὰ]] γεν., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, οὔθ’ ἱπποδέσμων [[οὔτε]] κολλητῶν ὄχων μεταστρέφουσαι, «φροντίδα ποιούμεναι» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἱππ. 1226· πρβλ. [[μετατρέπω]].
}}
}}