Anonymous

ἀνύστακτος: Difference between revisions

From LSJ
6_18
(a)
 
(6_18)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0267.png Seite 267]] ohne zu schlafen, Eudoc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0267.png Seite 267]] ohne zu schlafen, Eudoc.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνύστακτος''': -ον, ὁ μὴ νυστάζων, [[ἄγρυπνος]], ὁ τούτου [[ἀνύστακτος]] ὀφθαλμὸς Ἐφρ. Σύρ. τ. 3, σ. 602. - Ἐπίρρ. -κτως Πρόκλ. Κωνσταντινουπόλεως 860Β, Γρηγορίου τοῦ Ἀντιόχου Ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, 408. 10, ἔκδ. Λ.
}}
}}