Anonymous

στενός: Difference between revisions

From LSJ
3,424 bytes added ,  5 August 2017
6_23
(13_6a)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0935.png Seite 935]] ion. [[στεινός]], eng, schmal, dünn; ὡς δὲ [[πλῆθος]] ἐν στενῷ νεῶν ἥθροιστο, Aesch. Pers. 405, τὰ στεινά, die Engen, Engpässe, Her. 7. 176. 223; οὔσης δὲ στενῆς τῆς εἰσόδου, Thuc. 7, 51; Ggstz [[εὐρύς]], Plat. Legg. V, 737 a; comparat. στενώτερα, vulg. στεινότερα, Phaed. 111 d; so schwankt die Lesart auch Xen. Cyr. 2, 4, 3, die abweichende Form (στενότερος B. A. 1216) ist von dem ion. [[στεινός]] abzuleiten; εἰς στενὸν τὰ τῆς τροφῆς τοῖς ξένοις αὐτῷ καταστήσεται, Dem. 1, 22, auch = leicht, geringfügig, [[ὑπόθεσις]], Pol. 7. 7, 6, ouch = mangelhaft, kärglich, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0935.png Seite 935]] ion. [[στεινός]], eng, schmal, dünn; ὡς δὲ [[πλῆθος]] ἐν στενῷ νεῶν ἥθροιστο, Aesch. Pers. 405, τὰ στεινά, die Engen, Engpässe, Her. 7. 176. 223; οὔσης δὲ στενῆς τῆς εἰσόδου, Thuc. 7, 51; Ggstz [[εὐρύς]], Plat. Legg. V, 737 a; comparat. στενώτερα, vulg. στεινότερα, Phaed. 111 d; so schwankt die Lesart auch Xen. Cyr. 2, 4, 3, die abweichende Form (στενότερος B. A. 1216) ist von dem ion. [[στεινός]] abzuleiten; εἰς στενὸν τὰ τῆς τροφῆς τοῖς ξένοις αὐτῷ καταστήσεται, Dem. 1, 22, auch = leicht, geringfügig, [[ὑπόθεσις]], Pol. 7. 7, 6, ouch = mangelhaft, kärglich, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''στενός''': Ἰων. στεινός, ή, όν· (ἴδε ἐν λ. [[στένω]])· - [[στενός]], [[δύσκολος]], ἀντίθετον τῷ [[εὐρύς]], [[πλατύς]], πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 2.· 8., 4. 195, κ. ἀλλ.· ψαλὶς Σοφ. Ἀποσπ. 336· [[δίαυλος]] Εὐρ. Τρῳ. 435· ἐσβολὴ Ἡρόδ. 7. 175· [[πόρος]] [[αὐτόθι]] 176· ἡ [[ἔσοδος]] Θουκ. 7. 51· οὔτ’ εὐρεῖα [[οὔτε]] στενή [[διαφυγή]] Πλάτ. Νόμ. 737Α· ἐν στενῷ, Ἰων. στεινῷ, ἐν στενῇ περιοχῇ, Ἡρόδ. 8. 60, 2, Αἰσχύλ. Πέρσ. 413· ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ στενὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 720· [[ὡσαύτως]], στ. ποδεὼν Ἡρόδ. 8. 31· [[ἔντερον]] Ἀριστοφ. Νεφ. 161· πόροι, φλέβες Τίμ. Λοκρ. 101Α, Πλάτ. Τίμ. 66Α· [[κεφαλή]], πόδες Ξεν. Κυν. 5, 30. 2) ὡς οὐσιαστ., τὰ στενά, στενὸν [[μέρος]], [[δίοδος]] στενή, [[πέραμα]], Ἡρόδ. 7. 223· ἐπὶ θαλάσσης ἢ ποταμοῦ, Θουκ. 2. 86, κτλ.· τὰ στ. τοῦ πορθμοῦ Στράβ. 257· οὕτω, τὸ στενόν, (ὁ [[Ἑλλήσποντος]]), Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 9. 1· ἐπὶ στ. τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29· [[ὡσαύτως]], ἡ στενή, στενὴ λωρὶς γῆς, Θουκ. 2. 99. ΙΙ. μεταφορ., [[στενός]], συγκεκλεισμένος, περιωρισμένος, ἀπειληθῆναι ἐς στεινόν, σπρώχνομαι εἰς γωνίαν, Ἡρόδ. 9. 34· στ. ζῶμεν χρόνον Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 9· ἐς στ. κομιδῇ τὰ τῆς τροφῆς τινι καταστήσεται Δημ. 15. 24· εἰς στ. τοῦ καιροῦ φθείρεσθαι Ἀλκίφρων 1. 24. 2) [[ὀλίγος]], [[ὀλιγοστός]], «παραμικρός», Πλάτ. Γοργ. 497C· ὑποθέσεις Πολύβ. 7. 7, 6· ἐλπίδες Διον. Ἁλ. 4. 52. 3) ἐπὶ ἤχου καὶ ὕφους, [[λεπτός]], [[ἀδύνατος]], Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 57, Ρητορ. 3. 12, 2. - Οἱ παλαιοὶ γραμμ. λέγουσιν ὅτι τὸ [[στενός]], ὡς τὸ [[κενός]], σχηματίζει τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθετ. στενότερος, στενότατος, [[ἴσως]] ἐκ τῶν παλαιοτέρων Ἰων. τύπων στεινότερος, -ότατος, (στεινότερος ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ. 1. 181., 7. 175, στενότερος παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 111D (ἐν τοῖς πλείστοις τῶν Ἀντιγράφων), Ξεν. Κύρ. 2. 4, 3), Χοιροβοσκ. 550. 17 Gaisf. Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ στενοτάτου ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] παρὰ τῷ Σκύμν. 709· ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] στενώτερος εὕρηται παρ’ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Πλάτ. Τιμ. 66D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 29, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., στενῶς διακεῖσθαι, εὑρίσκομαι ἐν δυσχερείαις, Διογ. Λ. 8. 86.
}}
}}