Anonymous

ψίζω: Difference between revisions

From LSJ
1,035 bytes added ,  5 August 2017
6_9
(a)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] = [[ψιάζω]], VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] = [[ψιάζω]], VLL.
}}
{{ls
|lstext='''ψίζω''': ἢ ψίω· ἐκ τοῦ προτέρου ἔχομεν μέλλ. ψιῶ (ἐπιψιῶ) Ἡσύχ., ἀόρ. ἔψιξα (ἴδε ἐν λ. [[ψιαίνω]]), παθ. πρκμ. ἔψισμαι (ἴδε κατωτ.)· ἐκ δὲ τοῦ δευτέρου, ἀόρ. ἔψισα, μέσ. μέλλ. ψίσομαι [ῑ], ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. [[ἐμψίω]]. Ὡς τὸ [[ψωμίζω]], [[τρέφω]], (Εὐστ. 1631. 43, Φώτ. κλπ.), ἢ = [[ποτίζω]] (Orion Lex. σ. 168·) λευκῷ σ’ ἔψισα γάλακτι ([[οὕτως]] ὁ Meineke ἀντὶ ἔψησα) Εὐφορ. ἐν Στοβ. τ. 78 5· - Μέσ., μασῶμαι, ψίσεται [[πύρνον]] γνάθῳ Λυκόφρ. 639. - Παθ., τρέφομαι, ἐξ ὑμῶν ἐψισμένον (ἐξυπακ. [[βρέφος]]) Ἀνθ. Παλατ. 9. 302. (Συγγενὲς ταῖς λ. [[ψωμός]], [[ψωμίζω]], [[ἴσως]] δὲ καὶ ταῖς λ. ψίξ, [[ψιχίον]]).
}}
}}