3,273,326
edits
(13_7_1) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] (s. [[ὁράω]]), vorwärts od. vor sich hinsehen, in die Ferne sehen; Hom. nur im aor. II. [[προεῖδον]], προϊδεῖν, προϊδών, Od. 5, 393, med., 13, 155 u. sonst, immer räumlich, in der Ferne sehen, wie auch Hes. Sc. 386; μὴ προορᾶν τοὺς [[ἔμπροσθεν]], Xen. Hell. 4, 3, 15. – Von der Zeit, Zukünftiges vorhersehen, ἐσσόμενον προϊδεῖν, Pind. N. 1, 27; τὰ μέλλοντα προορῶν, Plat. Legg. III, 691 d; ἃ ἐγὼ [[πάλαι]] προορῶν ἐφοβούμην, Rep. V, 453 d; προορᾶτε πρὸ τῶν πραγμάτων [[οὐδέν]], Dem. 4, 41, wo er hinzusetzt πρὶν ἂν ἢ γεγενημένον ἢ γιγνόμενόν τι πύθησθε; öfter, auch Folgde. – Dah. Vorsorge haben, vorsichtig sein, Her. 9, 17; Fürsorge tragen für Einen, für ihn sorgen, τινός, 2, 121; [[ἑωυτοῦ]], für sich selbst, 5, 39; προείδετε ἡμέων, 8, 144; u. so auch im med., τὸ ἐφ' ἑαυτῶν, Thuc. 1, 17; προειδόμενοι, 4, 64 (mit dem augm., wie Aesch. 1, 165 u. als v. l. auch Dem. 19, 233); Xen. Cyr. 4, 3, 21. 8, 6, 1; προΐδηται, Xen. An. 6, 1, 4; τοῦ μὴ [[παθεῖν]] ταῦτα προϊδέσθαι, D. Hal.; Pol. u. a. Sp. ganz gewöhnlich im med. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] (s. [[ὁράω]]), vorwärts od. vor sich hinsehen, in die Ferne sehen; Hom. nur im aor. II. [[προεῖδον]], προϊδεῖν, προϊδών, Od. 5, 393, med., 13, 155 u. sonst, immer räumlich, in der Ferne sehen, wie auch Hes. Sc. 386; μὴ προορᾶν τοὺς [[ἔμπροσθεν]], Xen. Hell. 4, 3, 15. – Von der Zeit, Zukünftiges vorhersehen, ἐσσόμενον προϊδεῖν, Pind. N. 1, 27; τὰ μέλλοντα προορῶν, Plat. Legg. III, 691 d; ἃ ἐγὼ [[πάλαι]] προορῶν ἐφοβούμην, Rep. V, 453 d; προορᾶτε πρὸ τῶν πραγμάτων [[οὐδέν]], Dem. 4, 41, wo er hinzusetzt πρὶν ἂν ἢ γεγενημένον ἢ γιγνόμενόν τι πύθησθε; öfter, auch Folgde. – Dah. Vorsorge haben, vorsichtig sein, Her. 9, 17; Fürsorge tragen für Einen, für ihn sorgen, τινός, 2, 121; [[ἑωυτοῦ]], für sich selbst, 5, 39; προείδετε ἡμέων, 8, 144; u. so auch im med., τὸ ἐφ' ἑαυτῶν, Thuc. 1, 17; προειδόμενοι, 4, 64 (mit dem augm., wie Aesch. 1, 165 u. als v. l. auch Dem. 19, 233); Xen. Cyr. 4, 3, 21. 8, 6, 1; προΐδηται, Xen. An. 6, 1, 4; τοῦ μὴ [[παθεῖν]] ταῦτα προϊδέσθαι, D. Hal.; Pol. u. a. Sp. ganz gewöhnlich im med. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προοράω''': μέλλ. προόψομαι· πρκμ. προεόρᾱκα· (πρβλ. ἀόρ. [[προεῖδον]]). [[Βλέπω]] ἔμπροσθέν μου, [[βλέπω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, τὰ [[ἔμπροσθεν]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 23· [[βλέπω]] τὰ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, Θουκ. 7. 44· ἀπολ., [[βλέπω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, εἰς τὸ [[πρόσθεν]]· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 12· ὀφθαλμοῖς πρ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21. 2) [[προβλέπω]], τὸ μέλλον Ἡρόδ. 5. 24, καὶ ἐν τῷ πεζῷ, Ἀττικῷ λόγῳ, πρ. ὀλίγα περὶ τοῦ μέλλοντος Ξεν. Κύρ. 3. 2, 15· ἑαυτοῖς τὸ ἐπιὸν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 5· πρ. τῶν πραγμάτων οὐδὲν Δημ. 52. 4, πρβλ. 1262. 28· πρ. τι διανοίᾳ Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 2· ― ἀπολ., τὸ προορᾶν... σεῦ, ἡ πρόβλεψίς σου, Ἡρόδ. 9. 79. 3) [[μετὰ]] γεν. προνοῶ, [[φροντίζω]], ἢ τοι σύ γε [[σεαυτοῦ]] μὴ προορᾷς, ἀλλ’ ἡμῖν τοῦτό ἐστιν οὐ περιοπτέον ὁ αὐτ. 5. 39 τοῦ σίτου ὁ αὐτ. 3. 159· ἐκείνων προορέων, [[ὅκως]]… ἔχωσι ὁ αὐτ. 2. 121, 1. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[μετὰ]] πρκμ. καὶ ὑπερσ. παθ., [[βλέπω]] ἐμπρός, δυοῖν ὀφθαλμοῖν προεορᾶτο (ἐπὶ κενταύρου) Ξεν Κύρ. 4. 3, 21. 2) [[προβλέπω]], ἐς οἷα φέρονται Θουκ. 5. 111· τὸν πόλεμον Δημ. 63. 11. 3) [[προβλέπω]], [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, τὸ ἐφ’ ἑαυτῶν Θουκ. 1. 17· [[ταῦτα]] Πλάτ. Πολ. 499Β πάνθ’ ἃ προσήκει Δημ. 67. 24· [[περί]] τινος Λυσί. 915. 2· [[πρός]] τι Διόδ. 20. 102· πρ. μή..., cavere ne…, Δημ. 773. 1. | |||
}} | }} |