Anonymous

συνδιαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ
6_1
(13_2)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1008.png Seite 1008]] mit od. zugleich verderben, vernichten, bestechen; συνδιέφθαρται ὁ [[δῆμος]] τῶν ῥητόρων τισί, Din. 3, 17: Isocr. 8, 41.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1008.png Seite 1008]] mit od. zugleich verderben, vernichten, bestechen; συνδιέφθαρται ὁ [[δῆμος]] τῶν ῥητόρων τισί, Din. 3, 17: Isocr. 8, 41.
}}
{{ls
|lstext='''συνδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] συγχρόνως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ., 7. 4, 18. ― Παθητ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. 167D, Δείναρχ. 110. 37· τῷ σώματι συνδιαφθαρεὶς τὰς φρένας, διαφθαρεὶς τὰς φρένας [[μετὰ]] τοῦ σώματος, Διον. Ἁλ. 3. 36· πρκμ. συνδιέφθορα [[μετὰ]] παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 541. 45.
}}
}}