Anonymous

προστακτικός: Difference between revisions

From LSJ
6_10
(13_3)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] ή, όν, zum Befehlen gehörig, gebieterisch, Plut. Phoc. 5, öfter. – Bei den Gramm. ἡ προστακτική, sc. [[ἔγκλισις]], der Imperativ, auch τὸ προστακτικόν, D. L. 7, 66. 77.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] ή, όν, zum Befehlen gehörig, gebieterisch, Plut. Phoc. 5, öfter. – Bei den Gramm. ἡ προστακτική, sc. [[ἔγκλισις]], der Imperativ, auch τὸ προστακτικόν, D. L. 7, 66. 77.
}}
{{ls
|lstext='''προστακτικός''': -ή, -όν, ([[προστάσσω]]), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ προστάσσειν, ὁ προστάσσων, τὸ προστακτικὸν [ἡ [[ψυχή]]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 2· πρ. [[λόγος]] Πλούτ. 2. 1037F· [[βραχυλογία]] ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 5· - ἡ προστακτικὴ (ἐξυπ. [[ἔγκλισις]]) γραμμ.: [[ὡσαύτως]], πρ. ἐκφορὰ [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 76· τὸ πρ. [[σχῆμα]] Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 631· [[ὡσαύτως]], τὸ προστακτικόν, Διογ. Λ. 7. 66, 67.
}}
}}