Anonymous

φιλοφρονέομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_19
(13_6b)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1288.png Seite 1288]] dep. mit aor. pass. u. med., – 1) liebreich, wohlwollend begegnen, behandeln, Gewogenheit erzeigen; τινά, Her. 3, 50, φιλοφρονοῦνται ἀλλήλους μετὰ θυσιῶν Plat. Legg. V, 738 d; u. τινί, Xen. Cyr. 3, 1,8; auch [[πρός]] τινα, Plut. Demetr. 15, D. Sic. 16, 91; freundlich bewillkommnen, begrüßen; – φιλοφρονήσασθαί τί τινι, Einem einen Gefallen, einen Freundschaftsdienst erzeigen, Xen. Cyr. 3, 1,8; φιλοφρονηθῆναι, einander Freundschaft erzeigen, sich gegenseitig begrüßen, Cyr. 3, 1,40, wie φιλοφρονήσασθαι ἀλλήλους An. 4, 5,54; Pol. 22, 1,9 u. Sp. – 2) heiter u. fröhlich werden, Sp. – 3) Einem gefällig, zu Willen sein, wie [[χαρίζομαι]], θυμῷ Plat. Legg. XI, 935 a. – Das act. φιλοφρονέω ist nur f. L. für φίλα [[φρονέω]], Od. 16, 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1288.png Seite 1288]] dep. mit aor. pass. u. med., – 1) liebreich, wohlwollend begegnen, behandeln, Gewogenheit erzeigen; τινά, Her. 3, 50, φιλοφρονοῦνται ἀλλήλους μετὰ θυσιῶν Plat. Legg. V, 738 d; u. τινί, Xen. Cyr. 3, 1,8; auch [[πρός]] τινα, Plut. Demetr. 15, D. Sic. 16, 91; freundlich bewillkommnen, begrüßen; – φιλοφρονήσασθαί τί τινι, Einem einen Gefallen, einen Freundschaftsdienst erzeigen, Xen. Cyr. 3, 1,8; φιλοφρονηθῆναι, einander Freundschaft erzeigen, sich gegenseitig begrüßen, Cyr. 3, 1,40, wie φιλοφρονήσασθαι ἀλλήλους An. 4, 5,54; Pol. 22, 1,9 u. Sp. – 2) heiter u. fröhlich werden, Sp. – 3) Einem gefällig, zu Willen sein, wie [[χαρίζομαι]], θυμῷ Plat. Legg. XI, 935 a. – Das act. φιλοφρονέω ist nur f. L. für φίλα [[φρονέω]], Od. 16, 17.
}}
{{ls
|lstext='''φῐλοφρονέομαι''': -οῦμαι· μέλλ. -ήσομαι Λουκ. Τίμ. 48, κλπ.· ἀόριστ. ἐφιλοφρονησάμην καὶ -φρονήθην, ἴδε κατωτ.· ἀποθετ. ([[φιλόφρων]]). Μεταχειρίζομαί τινα φιλοφρόνως, φέρομαι φιλοφρόνως ἢ μετ’ εὐμενείας [[πρός]] τινα, τινα Ἡρόδ. 3. 50, Πλάτ. Νόμ. 738D, κ. ἀλλ.· φιλοφρονοῦμαί τινα τῇ δικέλλῃ, περιποιοῦμαι αὐτὸν μὲ [[κτύπημα]] ταῆς δικέλλης, φιλοδωρῶ μὲ τὴν δίκελλαν, Λουκ. Τίμ. 48· μεταφορ., φιλ. ἤθη κακά, ἐγκολποῦμαι κακὰ ἤθη, Πλάτ. Νόμ. 669Β· ― [[ὡσαύτως]], 2) μετά δοτικ., φιλοφρονοῦμαί τινι, δεικνύω φιλοφροσύνην [[πρός]] τινα, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 8, Οἰκ. 4, 20· [[πρός]] τινα Διόδ. 16. 89, 91· ― μεταφορ., φ. θυμῷ, ὡς τὸ θυμῷ χαρίζεσθαι, εἴκειν, Πλάτ. Νόμ. 935C. ― Παθ. ἀόρ. φιλοφρονηθέντας [[ὥσπερ]] εἰκὸς ἐκ συναλλαγῆς, ἀφοῦ ἔκαμαν πρὸς ἀλλήλους τὰς ἀπαιτουμένας φιλοφρονήσεις ὡς ἦτο ἑπόμενον [[μετὰ]] τὴν συμφιλίωσιν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 40· ἀνθ’ οὗ ἐν τῇ Ἀναβ. 4. 5, 34, ὑπάρχει φιλοφρονήσασθαι ἀλλήλους, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 738D· πρβλ. [[φιλοφροσύνη]]. 3) ἀπολ., ἔχω ἀγαθὴν διάθεσιν, εὔθυμον χαρακτῆρα, Ξεν. Ἀπολ. 7. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, εὐφραίνω, εὐαρεστῶ, τινα Πλάτ. Νόμ. 820Ε. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. φιλοφρονέων [[εἶναι]] κατὰ πλημμελ. γραφὴν ἀντὶ φίλα φρονέων ἐν Ὀδ. Π. 17, ἀλλ’ ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. 2. 750D, Νικοστρ. παρὰ Στοβ. 426. 43. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 473.
}}
}}