Anonymous

ἕρπης: Difference between revisions

From LSJ
1,036 bytes added ,  5 August 2017
6_12
(c2)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1034.png Seite 1034]] ητος, ὁ, ein schleichender, um sich fressender Schaden, Hautgeschwür, Hippocr. u. a. Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1034.png Seite 1034]] ητος, ὁ, ein schleichender, um sich fressender Schaden, Hautgeschwür, Hippocr. u. a. Medic.
}}
{{ls
|lstext='''ἕρπης''': -ητος, ὁ, (καθ’ Ἡρωδιαν. δὲ παρὰ Χοιροβ. 54. 29, ἑρπής, -ῆτος) ([[ἕρπω]]): [[νόσημα]] χαλεπὸν τοῦ δέρματος ἔξαπλούμενον κατὰ [[μῆκος]] καὶ [[πλάτος]], Foës. Oec. Ἱππ.· [[ἕρπης]] ἐσθιόμενος Ἱππ. Ἀφ. 1253· - [[ὡσαύτως]] ἑρπὴν -ῆνος, ὁ, Φίλων 2. 64 - [[Κατὰ]] τὸν Μέγαν Ἐτυμολόγ.: «ἐρπὴν [[ὄνομα]] πάθους. παρὰ τὸ [[ἕρπω]] ἑρπήν ἔστι δὲ [[πάθος]] χαλεπὸν ἀπὸ τοῦ ἕρπειν καθ’ ὅλου τοῦ σώματος· ἐπιπλατύνεται γὰρ τῷ σώματι οὐκ εἰς ὄγκον, ἀλλ’ εἰς [[πλάτος]] καὶ [[μῆκος]]. λέγεται δὲ καὶ ἑρπίνη ὡς [[εὗρον]] εἰς τὸ Λεξικὸν» (Ἀνεκδ. Βεκκ. 256. 18, καὶ Φωτίου Λεξ. ἐν λέξει).
}}
}}