Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαρκέω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_7_2)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] (s. [[ἀρκέω]]), 1) helfen, b eist eben, unterstützen, Theogn. 821; vgl. Buttm. Lexil. II p. 251; [[τίς]] ἄρα ῥύσεται; [[τίς]] ἄρ' ἐπαρκέσει θεῶν; Aesch. Spt. 92; φίλοις Eur. Hec. 958; θεὸς ἐπήρκεσε Her. 1, 91; τινί, Lys. 13, 93; τοῖς δεομένοις Ar. Plut. 830; Plat. Rep. III, 393 e, für das hom. χραισμεῖν gesetzt; abweichend ποιμένων ἐπαρκέσοντα Soph. Ai. 360; mit dem acc. der Person, Eur. Or. 793; – τινί τι, Jemandem Etwas <b class="b2">abwehren</b>, [[οὐδέ]] τί οἱ τόγ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον Il. 2, 873; [[οὔτε]] τι Τηλέμαχος τόγ' ἐπήρκεσεν, wehrte es nicht ab, Od. 17, 568; κακότητα Ap. Rh. 2, 1163; οὐδὲν γὰρ αὐτῷ τοῦτ' ἐπαρκέσει τὸ μὴ οὐ πεσεῖν, es wird ihm nicht dagegen helfen, daß er fällt, Aesch. Prom. 920. – 2) gewähren, <b class="b2">darreichen</b>; [[ἄκος]] Aesch. Ag. 1143; Pind. N. 6, 62; ξένια δοῦναι καὶ πέπλοις ἐπαρκέσαι, damit aushelfen, Eur. Cycl. 301; ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς αὐτοῖς Plat. Prot. 321 a; Xen. Conv. 4, 43 u. Folgde; τινί τινος, Einem wovon mittheilen, Xen. Mem. 1, 2, 60; Arist. Eth. 9, 2. – 3) intr., <b class="b2">hinreichen</b>; δήμῳ ἔδωκα τόσον [[κράτος]], ὅσον ἐπαρκεῖ Plut. Sol. 18; ἐπαρκέσει [[νόμος]] ὅδε, das Gesetz wird fortbestehen, Soph. Ant. 608.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] (s. [[ἀρκέω]]), 1) helfen, b eist eben, unterstützen, Theogn. 821; vgl. Buttm. Lexil. II p. 251; [[τίς]] ἄρα ῥύσεται; [[τίς]] ἄρ' ἐπαρκέσει θεῶν; Aesch. Spt. 92; φίλοις Eur. Hec. 958; θεὸς ἐπήρκεσε Her. 1, 91; τινί, Lys. 13, 93; τοῖς δεομένοις Ar. Plut. 830; Plat. Rep. III, 393 e, für das hom. χραισμεῖν gesetzt; abweichend ποιμένων ἐπαρκέσοντα Soph. Ai. 360; mit dem acc. der Person, Eur. Or. 793; – τινί τι, Jemandem Etwas <b class="b2">abwehren</b>, [[οὐδέ]] τί οἱ τόγ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον Il. 2, 873; [[οὔτε]] τι Τηλέμαχος τόγ' ἐπήρκεσεν, wehrte es nicht ab, Od. 17, 568; κακότητα Ap. Rh. 2, 1163; οὐδὲν γὰρ αὐτῷ τοῦτ' ἐπαρκέσει τὸ μὴ οὐ πεσεῖν, es wird ihm nicht dagegen helfen, daß er fällt, Aesch. Prom. 920. – 2) gewähren, <b class="b2">darreichen</b>; [[ἄκος]] Aesch. Ag. 1143; Pind. N. 6, 62; ξένια δοῦναι καὶ πέπλοις ἐπαρκέσαι, damit aushelfen, Eur. Cycl. 301; ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς αὐτοῖς Plat. Prot. 321 a; Xen. Conv. 4, 43 u. Folgde; τινί τινος, Einem wovon mittheilen, Xen. Mem. 1, 2, 60; Arist. Eth. 9, 2. – 3) intr., <b class="b2">hinreichen</b>; δήμῳ ἔδωκα τόσον [[κράτος]], ὅσον ἐπαρκεῖ Plut. Sol. 18; ἐπαρκέσει [[νόμος]] ὅδε, das Gesetz wird fortbestehen, Soph. Ant. 608.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπαρκέω''': μέλλ. -έσω, Ἐπικ. ἀόρ. ἀπαρ. ἐπαρσέσσαι Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 473. 8: - εἶμαι [[ἀρκούντως]] ἰσχυρὸς [[πρός]] τι, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν περιπτώσει κινδύνου ἢ βλάβης: 1) μετ’ αἰτιατ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., [[ἀποκρούω]] τι ἀπό τινος, [[οὐδέ]] τέ οἱ... ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον, «οὐδ’ ἀπεσόβησεν αὐτῷ τὴν χαλεπὴν φθοράν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 873· [[οὔτε]] τι Τηλέμαχος τό γ’ ἐπήρκεσεν, ἤμυνεν, ἀπέκρουσεν, ἀπώθησεν, Ὀδ. Ρ. 568. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, οὐδὲν γὰρ αὐτῷ ταῦτ’ ἐπαρκέσει τὸ μὴ πεσεῖν, [[οὐδόλως]] θὰ ἐπαρκέσωσιν αὐτῷ [[ταῦτα]] (αἱ βρονταὶ δηλ. καὶ αἱ ἀστραπαὶ) εἰς τὸ νὰ μὴ πέσῃ, κατ’ οὐδὲν θὰ συντελέσωσι [[ταῦτα]] [[ὅπως]] ἐμποδισθῇ ἡ [[πτῶσις]] [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Πρ. 918· ἐπαρκέσαι κακότητα, ἀποκροῦσαι, ἀπῶσαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1161· ἐν Σοφ. Αἴαντι 360 (σέ τοι μόνον [[δέδορκα]] ποιμένων ἐπαρκέσοντ’) τὸ ποιμένων ὁ Reiske μετέτρεψεν εἰς τὸ πημονάν. Τὴν διόρθωσιν ταύτην ἐγκρίνει καὶ ὁ Jebb καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν εἰς τὸ κείμενον, 3) [[μετὰ]] δοτ. προσώπου μόνον, βοηθῶ, [[ἔρχομαι]] εἰς ἐπικουρίαν, Θέογν. 871, Ἡρόδ. 1. 91, Λυσ. 138. 43, Ἀριστοφ. Πλ. 830, κτλ.· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. χραισμεῖν 4: - σπανίως μετ’ αἰτ. προσώπου, ὡς τὸ ὠφελεῖν, Εὐρ. Ὀρ. 803: - ἀπολ., τίς ἄρ’ ἐπαρκέσει; τίς βοηθήσει; Αἰσχύλ. Θήβ. 92· πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 777. ΙΙ. χορηγῶ, [[παρέχω]], [[μεταδίδωμι]], [[ἄκος]] δ’ οὐδὲν ἐπήρκεσεν, τὸ μὴ πόλιν... παθεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1170· ἐπ. τινί τι Πλάτ. Πρωτ. 321Α, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἐπ. τινί τινος πᾶσιν ἀφθόνως ἐπήρκει τῶν [[ἑαυτοῦ]], παρεῖχε, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 60· [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[ἐφοδιάζω]] τινὰ μέ τι, πέπλοις ἐπαρκέσαι Εὐρ. Κύκλ. 301. 2) [[ἀναλαμβάνω]] τὴν δαπάνην [[περί]] τινος, [[γίνομαι]] [[χορηγός]], Ἀλκιμίδα τό γ’ ἐπάρκεσεν κλειτᾷ γενεᾷ Πινδ. Ν. 6. 103. ΙΙΙ. ἀπολ., ἐπαρκῶ, ὡς καὶ νῦν, ὅσσον ἐπαρκεῖ Σόλων 4. 1· (πρβλ. [[ἀπαρκέω]])· ἐπαρκέσει [[νόμος]] ὅδ’ [[οὗτος]] ὁ [[νόμος]] θὰ ἐπκρατήσῃ, Σοφ. Ἀντιγ. 612. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαρκεῖ· ὑπουργεῖ, χορηγεῖ, βοηθεῖ».
}}
}}