Anonymous

κόλλυβος: Difference between revisions

From LSJ
6_15
(13_5)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1473.png Seite 1473]] ὁ, kleine Münze, Scheidemünze, λεπτὸν [[νομισμάτιον]], Poll. 9, 72; nach Hesych. ὁ ἐν τῷ χαλκῷ κεχαραγμένος [[βοῦς]], an [[κολοβός]] erinnernd; προτοῦ οὐδεὶς ἐπρίατ' ἂν [[δρέπανον]] οὐδὲ κολλύβου, νυνὶ δὲ [[πεντήκοντα]] δραχμῶν αὔτ' ἐμπολῶ Ar. Pax 1166; Sp. Bes. das Aufgeld oder Agio beim Verwechseln fremder Geldsorten in einheimische, VLL. – Bei Theophr. ein kleines Gewicht für Gold.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1473.png Seite 1473]] ὁ, kleine Münze, Scheidemünze, λεπτὸν [[νομισμάτιον]], Poll. 9, 72; nach Hesych. ὁ ἐν τῷ χαλκῷ κεχαραγμένος [[βοῦς]], an [[κολοβός]] erinnernd; προτοῦ οὐδεὶς ἐπρίατ' ἂν [[δρέπανον]] οὐδὲ κολλύβου, νυνὶ δὲ [[πεντήκοντα]] δραχμῶν αὔτ' ἐμπολῶ Ar. Pax 1166; Sp. Bes. das Aufgeld oder Agio beim Verwechseln fremder Geldsorten in einheimische, VLL. – Bei Theophr. ein kleines Gewicht für Gold.
}}
{{ls
|lstext='''κόλλῠβος''': ὁ, μικρὸν [[νόμισμα]], κολλύβου ἀντὶ λεπτοῦ, «διὰ [[τίποτε]]», Ἀριστοφ. Εἰρ. 1200, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 5, Καλλ. ἐν Ἀποσπ. 85· ― ἀρσεν. παρὰ Φρυνίχ. 440, Ἡσύχ.· οὐδέτ. παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄, 72. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], κόλλυβα, τά, μικρὰ στρογγύλα πλακούντια (ἴδε [[κόλλαβος]] ΙΙ), Ἀριστοφ. Πλ. 768· «κόλλυβα· [[τρωγάλια]]» Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ [[κέρδος]], τὸ ὁποῖον ἐπὶ τῇ ἀνταλλαγῇ τῶν νομισμάτων λαμβάνει ὁ ἀργυραμοιβὸς ([[κολλυβιστής]]), agio, Κικ. Verr. 3. 78, π. Ἀττ. 12, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2334. 4· καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν: ἀκολλύβιστον, [[ἄνευ]] πληρωμῆς διὰ τὴν ἀνταλλαγήν, [[αὐτόθι]] 9. ΙΙΙ. μικρὸν βάρος χρυσοῦ, Θεοφρ. π. Λίθ. 46.
}}
}}