Anonymous

ἐγκαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
6_13a
(13_5)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0705.png Seite 705]] (s. [[λαμβάνω]]), darin fassen, einschließen; Thuc. 4, 116; ὅρκοις 4, 19, dadurch fesseln; von Heeren, abschneiden, umzingeln, Thuc. 5, 3; – bes. pass., 3, 33 u. oft; πολλοὶ ἐγκατελήφθησαν, in der eroberten Stadt, Aesch. 2, 15; auch ἐὰν αὐτὸς ὁ τῆς ἀληθείας λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ τὸν Δημοσθένην, 3, 60.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0705.png Seite 705]] (s. [[λαμβάνω]]), darin fassen, einschließen; Thuc. 4, 116; ὅρκοις 4, 19, dadurch fesseln; von Heeren, abschneiden, umzingeln, Thuc. 5, 3; – bes. pass., 3, 33 u. oft; πολλοὶ ἐγκατελήφθησαν, in der eroberten Stadt, Aesch. 2, 15; auch ἐὰν αὐτὸς ὁ τῆς ἀληθείας λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ τὸν Δημοσθένην, 3, 60.
}}
{{ls
|lstext='''ἐγκαταλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, [[καταλαμβάνω]] ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 4. 116, πρβλ. 3. 33· ἐγκ. τινὰ ὅρκοις, [[περιορίζω]], [[ἐξαναγκάζω]] δι’ ὅρκων, ἐὰν λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ αὐτὸν Αἰσχίν. 62. 17: ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 20. 34.
}}
}}