3,258,334
edits
(13_7_1) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0809.png Seite 809]] υγος, ἡ (nach Aristarch. πτερύξ zu accentuiren, vgl. Schol. Il. 2, 316; Andere wollten gar einen Unterschied in der Bedeutung nach dem Accent machen, E. M.), <b class="b2">Feder, Flügel</b>; πτέρυγος λάβεν, ergriff am Flügel, Il. 2, 316; ἀγαλλόμεναι πτερύγεσσιν, 2, 462, u. sonst; πτέρυγα χαλάξαις, Pind. P. 1, 6; πτερύγεσσιν ἀγλααῖς Πιερίδων, I. 1, 64; ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς, Aesch. Prom. 126; πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι, Ag. 52; Soph. Ant. 114; übtr., γόων, El. 235; ἅμ' ἠελίου πτέρυγι θοῇ, Eur. Ion 123, u. öfter. – Uebh. ein hervorstehender, herabhangender Theil, z. B. des Ohres, am Kleide, am Harnisch, Xen. Equ. 12; τῆς κοπίδος, Plut. Alex. 16; am Geländer, des Gebirges, Mus. 48 u. s. w., wo zum Theil auch unser »Flügel« entspricht, Ael. H. A. 9, 40 nennt das Schwert des [[ξιφίας]] so, u. sonst auch die Scharfe, Schneide des Schwertes, Beiles, wobei wahrscheinlich auch an die Aehnlichkeit zu denken, welche das griechische Beil mit einem Flügel hat, auch λόγχης, Poll. 5, 21. – Bei Iul. Aeg. 9 (VI, 12) steht es für Vogel. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0809.png Seite 809]] υγος, ἡ (nach Aristarch. πτερύξ zu accentuiren, vgl. Schol. Il. 2, 316; Andere wollten gar einen Unterschied in der Bedeutung nach dem Accent machen, E. M.), <b class="b2">Feder, Flügel</b>; πτέρυγος λάβεν, ergriff am Flügel, Il. 2, 316; ἀγαλλόμεναι πτερύγεσσιν, 2, 462, u. sonst; πτέρυγα χαλάξαις, Pind. P. 1, 6; πτερύγεσσιν ἀγλααῖς Πιερίδων, I. 1, 64; ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς, Aesch. Prom. 126; πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι, Ag. 52; Soph. Ant. 114; übtr., γόων, El. 235; ἅμ' ἠελίου πτέρυγι θοῇ, Eur. Ion 123, u. öfter. – Uebh. ein hervorstehender, herabhangender Theil, z. B. des Ohres, am Kleide, am Harnisch, Xen. Equ. 12; τῆς κοπίδος, Plut. Alex. 16; am Geländer, des Gebirges, Mus. 48 u. s. w., wo zum Theil auch unser »Flügel« entspricht, Ael. H. A. 9, 40 nennt das Schwert des [[ξιφίας]] so, u. sonst auch die Scharfe, Schneide des Schwertes, Beiles, wobei wahrscheinlich auch an die Aehnlichkeit zu denken, welche das griechische Beil mit einem Flügel hat, auch λόγχης, Poll. 5, 21. – Bei Iul. Aeg. 9 (VI, 12) steht es für Vogel. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πτέρυξ''': -ῠγος, ἡ· Ἐπικ. δοτ. πληθ. πτερύγεσσι· ([[πτερόν]]·) - ἡ [[πτέρυξ]] πτηνοῦ, κοινῶς «φτεροῦγα», Ἰλ. Β. 316· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυν., πτέρυγες, [[αὐτόθι]] 462, Ὀδ. Β. 149, Ἡσ. καὶ Αἰτ.· λευκοὶ πτεροῖσι..., πλὴν [[ἄκρων]] τῶν πτερύγων, λευκὰ κατὰ τὰ πτερὰ πλὴν τῶν [[ἄκρων]] τῶν πτερύγων, Ἡρόδ. 2. 76· ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος καὶ τῆς Νίκης, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2. 2) [[ζῷον]] [[πτερωτός]], πτηνόν, Ἀνθ. Π. 6. 11· [[ἐντεῦθεν]], [[οἰωνός]], [[σημεῖον]] προφητικόν, οὐκ ἀγαθαί πτέρυγες Καλλ. Λουτ. Παλλάδ. 124. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]], παρεμφερὲς πρὸς πτέρυγα, 1) ἐν τῷ πληθ. πτέρυγες, = πτερύγια, τὰ τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 72, Αἰλ. π. Ζ. 11. 24· τὰ πτερύγια τῶν φωκῶν ἢ πόδες αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 29, πρβλ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 10. 11· τῆς χελώνης οἱ πόδες, Νικ. Ἀλεξίφ. 570· οἱ πλόκαμοι [[μαλακίων]] τινῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 2. 14, 4. 2) [[φυλλάριον]], ἢ [[μέρος]] φύλλου, Λατ. pinna, Θεοφρ. π. Φυτ· Ἱστ. 3. 9, 6 (ἴδε Schneid. ἐν τόπῳ)· - [[ὡσαύτως]] = [[πτερίς]], [[αὐτόθι]] 4. 2, 14 ([[ἔνθα]] ἴδε Scheid.), Διοσκ. 3. 151. 3) [[πηδάλιον]], Σοφ. Ἀποσπ. 930 ἐξήρετμοι πτ., ἐπὶ τῶν κωπῶν, Συλλ. Ἐπιγραφ. 3694· πρβλ. πτερὸν ΙΙΙ. Ι. 4) αἱ ἐκ μετάλλου ταινίαι, αἵτινες ἀπὸ τοῦ θώρακος κρεμάμεναι ἐκάλυπτον τὰ [[κάτωθεν]] τῆς ὀσφύος μέρη [[μέχρι]] τῶν γονάτων χωρὶς νὰ κωλύωσι τὰς κινήσεις τῶν σκελῶν, Ξενοφ. Ἀν. 4. 7, 15, πρβλ. Ἱππ. 12, 4 καὶ 6· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ Δωρικοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 312, Πλουτ. Λυκούργ. κ. Νουμ. Συγκρ. 3, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 62, κτλ.· ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 10. 5) [[πτέρυξ]] κοπίδος, τὸ πλατὺ [[μέρος]] αὐτῆς, Πλουτ. Ἀλέξ. 16· ἐπὶ λόγχης, «[[ὅθεν]] δὲ πλατύνεται, πτέρυγες αἱ [[ἑκατέρωθεν]] προβολαὶ» [[Πολυδ]]. Ε΄, 21· ἐπὶ τοῦ ξιφοειδοῦς ῥύγχους τοῦ ξιφίου (ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ῥύγχος]]), Αἰλ. π. Ζ. 9. 40. 6) λοβὸς τῶν πνευμόνων, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 181. 7) τὸ [[ἄκρον]], ἡ κορυφὴ οἰκοδομήματος, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 121· πρβλ. [[πτερύγιον]] ΙΙ. 4. ΙΙΙ. πᾶν ὅ, τι καλύπτει ἢ προστατεύει ὡς αἱ πτέρυγες. πτ. πέπλων Εὐρ. Ἴων. 1143· Εὐβοίης [[κολπώδης]] [[πτέρυξ]], ὅ ἐ. ἡ Αὐλίς, Δινδ. εἰς Εὐρ. Ι. Α. 120, πρβλ. Τρῳ. 746. IV. μεταφορ. ἴσχουσα πτέρυγας ὀξυτόνων γόων, κωλύουσα τὴν ἔξοδον ὀξέων γόων, Σοφ. Ἠλ. 243, [[ἔνθα]] ἴδε Ἕρμανν.· πτ. Πιερίδων Πινδ. Ι. 1. 90. - Πρβλ. [[πτερόν]], [[πτερύγιον]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. | |||
}} | }} |