3,274,919
edits
(13_7_1) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0315.png Seite 315]] (ob von [[κλάω]], knicken? nach Ruhnk. ep. crit. 244 von [[ὄκος]], ὄκω, und verwandt mit [[ἄγκος]], [[ἀγκύλος]]; es ist wohl ein eigener Stamm, mit unserm »<b class="b2">hocken</b>« zusammenhangend), mit gebogenen Knieen sich auf die Fersen niederlassen, hinhocken, hinkauern; λέχριός γ' ἐπ' ἄκρου λάου βραχὺς ὀκλάσας, Soph. O. C. 197; καὶ ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο, Xen. An. 5, 9, 10, in einem persichen Tanze (vgl. Heliod. 4, 17, wonach es eine Art Kosak od. Mazurek war); c. acc., zusammenlegen, krümmen, τὰ ὀπίσθια, Hipp. 11, 3; τοὺς προσθίους, Ael. H. A. 7, 4; Luc. verbindet ἐς [[γόνυ]] ὀκλάσας, Mort. D. 27, 4, ὀκλάζων τῷ ἑτέρῳ, Philops. 18; οἱ τοῖς ἵπποις ἐφάλλεσθαι μὴ δυνάμενοι αὐτοὺς ἐκείνους ὀκλάζειν καὶ ὑποπίπ τειν διδάσκουσιν, Plut. conjug. praec. p. 413; – sich auf die Kniee niederlassen, wie Mosch. 2, 99 vom Stier. – Uebertr., οὐ σῆς κραδίης [[ὑψαύχενος]] ὤκλασεν [[ὄγκος]], legte sich, Iren. 3 (V, 251). – Auch = müde werden, ποδῶν δέ οἱ ὤκλασεν ὁρμ ή, Mus. 325; vgl. Hesych. ὤκλασαν ἐπ ὶ τῶν ἀπειρηκότων ἐν παντὶ πράγματι; – aus Erschöpfung nachlassen, erschlaffen, einzeln bei Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0315.png Seite 315]] (ob von [[κλάω]], knicken? nach Ruhnk. ep. crit. 244 von [[ὄκος]], ὄκω, und verwandt mit [[ἄγκος]], [[ἀγκύλος]]; es ist wohl ein eigener Stamm, mit unserm »<b class="b2">hocken</b>« zusammenhangend), mit gebogenen Knieen sich auf die Fersen niederlassen, hinhocken, hinkauern; λέχριός γ' ἐπ' ἄκρου λάου βραχὺς ὀκλάσας, Soph. O. C. 197; καὶ ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο, Xen. An. 5, 9, 10, in einem persichen Tanze (vgl. Heliod. 4, 17, wonach es eine Art Kosak od. Mazurek war); c. acc., zusammenlegen, krümmen, τὰ ὀπίσθια, Hipp. 11, 3; τοὺς προσθίους, Ael. H. A. 7, 4; Luc. verbindet ἐς [[γόνυ]] ὀκλάσας, Mort. D. 27, 4, ὀκλάζων τῷ ἑτέρῳ, Philops. 18; οἱ τοῖς ἵπποις ἐφάλλεσθαι μὴ δυνάμενοι αὐτοὺς ἐκείνους ὀκλάζειν καὶ ὑποπίπ τειν διδάσκουσιν, Plut. conjug. praec. p. 413; – sich auf die Kniee niederlassen, wie Mosch. 2, 99 vom Stier. – Uebertr., οὐ σῆς κραδίης [[ὑψαύχενος]] ὤκλασεν [[ὄγκος]], legte sich, Iren. 3 (V, 251). – Auch = müde werden, ποδῶν δέ οἱ ὤκλασεν ὁρμ ή, Mus. 325; vgl. Hesych. ὤκλασαν ἐπ ὶ τῶν ἀπειρηκότων ἐν παντὶ πράγματι; – aus Erschöpfung nachlassen, erschlaffen, einzeln bei Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀκλάζω''': μέλλ. -σω: ἀόρ. ὤκλασα Σοφ. Ο. Κ. 196, Πλούτ., κλ. - Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. εὐκτ. ὀκλάσαιντο Εὐφορ. 11. Κλίνω τὰ γόνατα, [[γονατίζω]], ἢ [[κάθημαι]] εἰς τὰ γόνατα ὡς ἐν τῷ ἀποπατεῖν (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[μετοκλάζω]]): ἐπὶ Περσικῆς τινος ὀρχήσεως, ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο Ξεν. Ἀν. 6. 1. 10 (πρβλ. [[ὄκλασμα]]). ἐς γόνυ ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσσῃ τὴν ἐπέλασιν, ἐπὶ στρατιώτου ἀναμένοντος ἐπίθεσιν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4, πρβλ. Φιλοψ. 18· ἐπὶ κεκμηκότος ὁδοιπόρου, λέχριος ἐπ’ ἄκρου [[λᾶος]] βραχὺς ὀκλάσας Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ βοῶν, Μοσχ. 2. 99, πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 642· ἐπὶ ἵππων, οἵτινες γονατίζουσιν [[ὅπως]] ἱππεύσῃ ὁ [[ἀναβάτης]], Πλούτ. 2. 139Β· ἐπὶ τῆς λυκαίνης ἥτις ἐγονάτισεν [[ὅπως]] θηλάσῃ τὰ δίδυμα βρέφη Ρωμύλον καὶ Ρῶμον, [[αὐτόθι]] 320D· - μετ’ αἰτ., ἐπὶ ἵππου, ὀκλάζει μὲν τὰ ὀπίσθια ἐν τοῖς ἀστραγάλοις, αἴρει δὲ τὸ [[πρόσθεν]] [[σῶμα]] Ξεν. Ἱππ. 11, 3, Αἰλ. π. Ζ. 7. 4· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Εὐφορ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. desidere, [[καταπίπτω]], χαλαροῦμαι, [[κοπάζω]], πραΰνομαι, Μουσαῖ. 325, Ἀνθ. Π. 5. 251· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, τῆς φορᾶς Ἡλιόδ. 5. 23· ὤκλαζεν αὐτοῖς ὁ θυμὸς ὁ αὐτ. 5. 7. ΙΙ. μεταβ., [[περιορίζω]], ἐλαττώνω, ὀκλάσας τὸν πόθον ὁ αὐτ. 1. 26. | |||
}} | }} |